8/4/10

Σε βλέπω (Saw, 2004)

Με το πενιχρό budget του ενός εκατομμυρίου δολαρίων, γυρίσματα που διήρκησαν μόλις 18 μέρες και ένα άγνωστο πρωταγωνιστικό δίδυμο, το Saw ξεκίνησε την καριέρα του ως μια ανεξάρτητη παραγωγή της οποίας οι ελπίδες για διεθνή καριέρα στηρίζονταν μάλλον περισσότερο στα σταυρωμένα δάχτυλα των δημιουργών της για αναγνώριση, παρά στις ειλικρινείς βλέψεις των χρηματοδοτών της για κέρδος. Κι όμως. Σνιφάροντας όλη την αστερόσκονη από τους ώμους του Blair Witch Project ως της πιο πρόσφατης low budget ταινίας που γυρίστηκε στη χώρα του Πουθενά για να φέρει τούμπα τα δεδομένα της συμβατικής θεώρησης περί filmmaking και ανάγνωσης των προτιμήσεων του κοινού, το Saw μετατράπηκε εν μία νυκτί στο πιο πολυσυζητημένο κινηματογραφικό δεδομένο της χρονιάς και σε μια από τις πιο απροσδόκητες επιτυχίες της δεκαετίας. Αλίμονο όμως, αν τα θαύματα εξοστρακίζονταν από το σύμπαν του Οπτικού Παραμυθιού, τότε τι σόι παραμύθια θα του απέμεναν να μας εξιστορήσει;

Σίγουρα όχι κάποιο που θα ξεκινούσε κάπως έτσι: Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα άθλιο δημόσιο αποχωρητήριο που το βασίλευε η Χολέρα, ένας οικογενειάρχης ογκολόγος και ένας νεαρός φωτογράφος ξυπνούν αλυσοδεμένοι στο εναρκτήριο λάκτισμα του τελευταίου παρανοϊκού παιχνιδιού του Jigsaw - ήτοι, ενός σαλταρισμένου υπόδουλου της παράνοιας που κυρήττει την αξία της ζωής στα θύματα/πιόνια του μέσω αυτοσχέδιων, ακραίων δοκιμασιών. Το μενού της ημέρας καλεί το γιατρό να πριονίσει το πόδι του προς την ελευθερία και να δολοφονήσει τον δύσμοιρο “συγκάτοικό” του μέσα σε 6 ώρες, με αντάλλαγμα τις ζωές της γυναίκας και της κόρης του. Λιχουδιά; Που να ακούσετε και το επιδόρπιο: Καταμεσής του σκηνικού κείτεται ένας νεκρός άντρας, αγνώστων λοιπών στοιχείων, κρατώντας στα χέρια δύο bonus βραβεία - ένα μαγνητοφωνάκι και ένα περίστροφο. Και για επιμέρους πιάτα, διάσπαρτα στο χώρο κρύβονται διάφορα καλούδια που θα οδηγήσουν τους ήρωές μας στη συναρμολόγηση αυτού του ανίερου παζλ, προϊόν μιας αρρωστημένα ευφυούς φαντασίας.

Γιατί, πως αλλιώς να την αποκαλέσεις, όταν και οι προηγούμενες αγαθοεργίες της έθεταν παρόμοια –αν όχι δυσκολότερα- διλήμματα στους συμμετέχοντες; Σχέδιο πρώτο: Βάζοντας τον θεατή στο παιχνίδι της συμμετοχής. Ωστόσο, όχι με τον ασφαλή τρόπο ενός Michael Haneke των Παράξενων Παιχνιδιών όπου απλά καλείσαι να επιλέξεις πλευρά υποστήριξης σε ένα ούτως ή άλλως χαμένο ματς, αλλά μέσω ερωτημάτων που επιβάλλονται υπό μορφή καταναγκαστικών έργων, όπως «τι θα έκανες ΕΣΥ αν η ζωή σου εξαρτιόταν από ένα κλειδί χωμένο στο στομάχι ενός ζωντανού ανθρώπου που βρίσκεται υπό το έλεός σου»; Πόσο γελοία φαντάζουν τα θέματα των Πανελληνίων Εξετάσεων κάτι τέτοιες στιγμές, ακόμη κι αν έχεις πατήσει αδιάβαστος… Και ναι, η ταινία προσφέρει απαντήσεις στα πρακτέα των διαγωνιζόμενων, μέσω μιας πολύ ενοχλητικής οπτικοποίησης και μιας έξυπνης, στιλάτης σκηνοθεσίας, απαντώντας αρνητικά σε όσους είχαν την εντύπωση ότι επρόκειτο απλά για ένα κλειστοφοβικό φιλμ δωματίου.

Φτάνοντας στο μισάωρο, έχεις ήδη συνειδητοποιήσει πλήρως ότι οι δημιουργοί Wan και Whannell δεν διαφέρουν και πολύ από το μέσο εικοσιπεντάρη ταινιοδίφη, ίσως και από σένα: Λατρεύουν τον Fincher και προσκυνούν το Se7en σε κάθε έκφανση της ζωής τους, που ακόμη και ξαπλωμένοι στην μπανιέρα δεν χάνουν από το οπτικό τους πεδίο την αφίσα με τις μούρες του Pitt και του Freeman. Από την άλλη εντυπωσιάστηκαν τόσο από τη σεναριακή ιδέα του Cube που αποφάσισαν να αντιπροτείνουν μια ανάλογη κεντρική θεματική, προσγειωμένη σε γήινες συνθήκες αλλά πιο αρρωστημένη σε εκτέλεση. Είναι κακό αυτό; Μάλλον όχι, από τη στιγμή που το Saw α) κραυγάζει με ειλικρίνεια την υποταγή του στην pop κουλτούρα της οποίας τα σκήπτρα κατέχει δικαιωματικά ο Fincher β) δεν αρκείται σε στείρες και κακές κόπιες του επιπέδου Along Came A Spider, αλλά έχει να προτείνει δικά της σκηνοθετικά ευρήματα και παραλλαγές γ) δανείζεται και εκτελεί με εντυπωσιακό στιλ παρά τα φτηνά της μέσα, εκεί που οι πακτωλοί χρημάτων και η χωρίς φειδώ χρήση οπτικών εφέ έφαγαν τα μούτρα τους προσπαθώντας να γίνουν το Ιζνογκούντιο αντίβαρο του Fincher – δηλαδή Se7en στη θέση του Se7en. Ετυμηγορία: Το δικαστήριο κρίνει αθώους τους κατηγορούμενους με την αιτιολογία της ενάρετης πρόθεσης και της ορθής εφαρμογής της διδακτέας ύλης.

Όπου διδακτέα ύλη, κεφάλαιο Α, παράγραφος 1, πρόταση πρώτη: «Χωρίς σενάριο, αρκέσου στο πλέξιμο». Έτσι ως επιμελείς μαθητές οι Leigh Whannell και James Wan πετούν τις βελόνες και το κουβάρι μαλλιού παράμερα, στυλώνουν το κεφάλι ανάμεσα στις παλάμες και ξεμπλέκουν το άλλο κουβάρι, αυτό της ιστορίας, μέσα στο μυαλό τους. Καθότι έξυπνοι, την έστριψαν από δω, από κει, δεξιά, αριστερά, προσπαθώντας ταυτόχρονα να μη δέσουν κόμπο τις κλωστές και χάσουν το δρόμο τους. Αποτέλεσμα; Σχέδιο δεύτερο: «Σας αποκαλύπτουμε τον δράστη περίπου στα μισά, πρώτον για να αφοσιωθείτε στους δύο κεντρικούς χαρακτήρες αγνοώντας κάτι πολύ προφανές (που δε λέγεται για ευνόητους λόγους) και δεύτερον και κυριότερο, για να σας πιάσουμε στον ύπνο με την τελική ανατροπή. Είμαστε ή δεν είμαστε πανούργοι; Δεν μένουμε όμως εδώ: Ταυτόχρονα σας δίνουμε τόσες πολλές παράλληλες ιστορίες και μπόλικη πλοκή για να θρέψουμε τις ορέξεις σας για τρόμο, αστυνομικό θρίλερ και παράνοια, που θα εύχεστε να είχατε μακρύτερα νύχια για να ξεσπάσετε την αγωνία σας». Σχόλιο δικό μας: Ναι, είστε όντως πανούργοι. Καθώς και ολίγον τι διεστραμμένοι, κρίνοντας από τα πρωτότυπα ευρήματά σας. Ναι, μας πιάσατε στον ύπνο. Και μάλιστα από την αρχή. Ναι, θα θέλαμε όντως να έχουμε μακρύτερα νύχια. Και ναι, η ιστορία έχει τρύπες, τις οποίες όμως χάσαμε κατά τη διάρκεια της προβολής μιας και ψάχναμε νύχια να μασήσουμε. Ασχέτως αν μετά στίψαμε το μυαλό μας για να τις εντοπίσουμε, μιας και ποτέ ένας θεατής δεν είναι πρόθυμος να παραδεχτεί ότι τον πιάσανε κώτσο. Συνοψίζοντας, αν η ιστορία είναι το Α και το Ω, τότε βλέποντας το Saw έχετε ήδη δύο γράμματα της αλφαβήτου καπαρωμένα. Και κανείς δεν πρόκειται να σας χαρακτηρίσει αφελείς επειδή κάποια κενά δεν καλύπτονται από πουθενά, μα εσείς δεν το αντιληφθήκατε: Μάλλον πρόκειται για προτέρημα μιας ταινίας, όταν επιτυγχάνει να καθηλώσει για να κρύψει τα λάθη της.

Ως σημαντική ενίσχυση σε αυτή την προσπάθεια, ο James Wan στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα συνδράμει με όσα όπλα διαθέτει το στοκ του γνωστικού του πεδίου που αφορά στα θρίλερ: Έχει εμπεδώσει από το Se7en ότι ο τρόμος που υπονοείται επιδρά βαθύτερα από αυτόν που αναπαρίσταται. Από το Profondo Rosso του μέντορα Dario Argento, ότι ένα παιδικό κουκλάκι αντανακλά καλύτερα την παράνοια από ότι δέκα κακομούτσουνες μάσκες του χόκεϊ μαζί. Από το Ringu, ότι μια απόκοσμη φιγούρα μπορεί να κάνει όση δουλειά δεν κάνει ένα βυτιοφόρο με αίμα. Από τη Σιωπή των Αμνών, ότι μερικές λάμψεις από φλας αρκούν για να πετύχεις μια άκρως εκφοβιστική ατμόσφαιρα. Και από το Funny Games, ότι λίγο heavy metal κάνει την καρδιά σου να χτυπά γρηγορότερα. Ίσως αυτή η τελευταία σκέψη να ενέπνευσε και την αλησμόνητη σκηνή με το στηθοσκόπιο. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος. Το βέβαιο είναι, ότι με ελάχιστα μέσα αλλά με μια καλπάζουσα φαντασία ως αντίβαρο, ο Wan αξιοποιεί το οπτικό του υλικό στην εντέλεια, άλλοτε με αργόσυρτα περάσματα και άλλοτε με φρενήρη fast forward που δεν σε αφήνουν σε ησυχία. Ξέχωρα της άψογης εικονοπλασίας, οι μπόλικες παραπομπές θα μπορούσαν και να ενοχλήσουν αν δεν εξυπηρετούσαν την επίτευξη ενός καθορισμένου στόχου και φέρονταν αποκλειστικά για λόγους εντυπωσιασμού. Χωρίς να στερείται εξάρσεων, η ταινία χτίζεται σκαλί σκαλί προς την κλιμάκωση και το αποτέλεσμα είναι τόσο καταλυτικό που προθυμοποιείσαι να κάνεις τα στραβά μάτια εκεί που αλλού θα κατακεραύνωνες για στυγνό μιμητισμό.

Παρ’ όλα τα ενθαρρυντικά, το Saw δεν είναι μια ταινία που στερείται αδυναμιών. Εξόφθαλμη παραφωνία, η ενοχλητικά –ή καλύτερα, ΕΝΟΧΛΗΤΙΚΑ- κακή, υπερδραματοποιημένη ερμηνεία του “γιατρού” Cary Elwes, που θα μπορούσε να πριμοδοτηθεί με εισιτήριο διαρκείας για την ετήσια απονομή των Χρυσών Βατόμουρων. Δεν είναι άλλωστε και μικρό κατόρθωμα, η δική σου συναισθηματική φόρτιση να μεταδίδει κύματα χαχανητών σε μια ολόκληρη αίθουσα. Ίσως η καλύτερη ένδειξη ότι η γραμμή καριέρας που χάραξε με τον ρόλο του στους Ήρωες με τα κολάν ήταν και η πιο ενδεδειγμένη. Από την άλλη, ο έτερος πρωταγωνιστής (παύλα συν-σεναριογράφος, καταραμένη φτώχεια) Leigh Whannell στέκεται με αξιοπρέπεια σε έναν σαφώς ελαφρύτερο ρόλο. O Danny Glover ερμηνεύει σχεδόν αντανακλαστικά τον πρώην αστυνομικό -γεγονός αναμενόμενο μετά από τόση προϋπηρεσία στη σειρά των Φονικών Όπλων -, έναν χαρακτήρα που περιέργως αφήνεται αναξιοποίητος δεδομένου της αναγνωρισιμότητας του ενσαρκωτή του. Ζυγίζοντας τα προαναφερθέντα, αναγνωρίζοντας πάντοτε το ελαφρυντικό του περιορισμένου χρονικού περιθωρίου –άλλωστε για πολλές σκηνές χρησιμοποιήθηκε υλικό από τις πρόβες-, θα πρέπει για ακόμη μία φορά να τονιστεί ότι πλην ελάχιστων τεκταινόμενων το Saw δεν είναι μια ταινία ηθοποιών, αλλά περισσότερο σεναριακού και σκηνοθετικού εντυπωσιασμού, που προσπαθεί να δρέψει καρπούς από τους ενδόμυχους φόβους του θεατή και από την συλλογιστική δοκιμασία στην οποία τον προκαλεί. Ως γεύση στην άκρη της γλώσσας, οι εντυπώσεις είναι αυτές που μένουν μετά το πέρας της θέασης. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρά τα όποια ψήγματα πικρίας, το γλυκό είναι αυτό που κατακλύζει τις γευστικές θηλές.

Fade out: Αν σας έχει λείψει η αγωνία και το άγχος που μόνο ένα καλό θρίλερ μπορεί να μεταδώσει, το Saw διαθέτει όλα τα μέσα για να καλύψει στο έπακρο το κενό. Αν πέρασε πολύς καιρός από την τελευταία φορά που μια ταινία αποτελούσε για μέρες κεντρικό θέμα συζήτησης και σχολιασμού στην παρέα σας, φροντίστε μετά την παρακολούθηση αυτής της ταινίας να υπάρχουν στο ψυγείο μπίρες και παγάκια για τον καφέ. Αν πάλι έφτασαν στα αυτιά σας φήμες ότι το Saw είναι το Se7en της νέας γενιάς, διαγράψτε την πληροφορία με μια γερή μονοκοντυλιά, μιας και είναι κρίμα να απογοητευτείτε από ένα τόσο ισχυρό crowd pleaser. Αν βγαίνοντας από την αίθουσα μπείτε στον πειρασμό να αναρωτηθείτε τι θα μπορούσε να απογίνει αυτό το υλικό στα χέρια άλλων δημιουργών και με μεγαλύτερο budget, αφενός ανακουφιστείτε με τη γνώση ότι δεν είστε οι μόνοι, αφετέρου αφήστε και λίγο χώρο για τα εύσημα σε δύο άπειρους νεαρούς από την Αυστραλία, οι οποίοι με ένα σενάριο στο χέρι και μηδενικές διασυνδέσεις μπόρεσαν να στήσουν μια ταινία που απέφυγε στην τελευταία στροφή την απευθείας έκδοση σε βίντεο για να εντυπωσιάσει τον πλανήτη. Και για να το θέσω ευθέως: Μην είστε μίζεροι. Για μια φορά αφήστε τις επικρίσεις και θυμηθείτε την τελευταία φορά που δεν κλάψατε τα λεφτά ή το χρόνο σας μετά από κάποια προβολή θρίλερ. Πάει τόσος καιρός λοιπόν, ε;…

Βαθμολογία:  (8/10) (σημ.: ανταποκρίνεται μόνο σε κινηματογραφική θέαση. Κρίνοντας συνεπαγωγικά από τα προαναφερθέντα, αναλογιστείτε πόσο λίγη μπορεί να δείξει στη μικρή οθόνη).

0 ΣΧΟΛΙΑ:

ΠΕΣ ΚΑΤΙ ΚΙ ΕΣΥ…