18/3/10

Τρία Χρώματα: Η Κόκκινη Ταινία (Trois Couleurs: Rouge, 1994)


…10 π.μ. και κάτι λεπτά. Καφές και τσιγάρο δίπλα στα πλήκτρα. Στην οθόνη το απόλυτο λευκό να διαταράσσεται από φευγαλέες λέξεις που γρήγορα εξαφανίζονται. Κόκκινο. Από πού να ξεφυτρώσουν εκφράσεις ικανές να ξεκλειδώσουν τη σιωπή της ψυχής σε ένα χείμαρρο από φθόγγους, τέτοιους που να συνθέσουν την απόλυτα πρέπουσα μελωδία για εικόνες και έννοιες που η μοίρα αξίωσε να με συνοδεύουν μια ζωή; Να ‘πρεπε να μοιάζει με μελωδία του Preisner; Έτσι λέω. Ακατόρθωτα πράγματα, ειδικά για τόσο πρωί. Πήγε και 11. Πιάνω τα κλειδιά από το γραφείο, ρίχνοντας μια ματιά στο αινιγματικό βλέμμα της Irène Jacob που κοιτάζει το άπειρο της αφίσας κάτω από το προστατευτικό τζάμι. Ένα βλέμμα απροσδιόριστο, από αυτά που μοιάζουν να έχουν στοιχειωθεί μέσα τους οι απορίες, οι χαρές, οι λύπες αιώνων, μα και πάλι τόσο κενό και ανέκφραστο λες και η σιωπή το έχει καθηλώσει σε ένα μοναχικό μονόδρομο χαραγμένο έτσι ώστε να μην τέμνεται με κανέναν άλλον. Αυτό είναι, η μοναξιά και το αδιέξοδο των σχέσεων, η προσωπική θυσία που απαιτείται για να συγκλίνεις δύο παράλληλες πορείες ζωής, καλές ιδέες για την αρχή του κειμένου.

Μην είναι όμως πολύ πεζές; Μήπως πάλι πολύ αόριστες; Θέλει σκέψη. Κάνει και κρύο, κι εγώ βγήκα με το κοντομάνικο. Ο ηλίθιος. Και τι κάνει αυτή δυο ώρες, τσιγάρα θέλει να πάρει ή να λύσει το μεσανατολικό με τον περιπτερά; Παρατηρώ εξονυχιστικά το πρόσωπό της. Ποιος ξέρει, αύριο μεθαύριο μπορεί να με καθυστερεί στο ταμείο κάποιου δισκάδικου και να μην θυμάμαι ότι είναι πάγια τακτική της να πιάνει κουβέντα με τους πωλητές. Μπορεί και να το ‘χει κάνει ήδη παλιότερα. Σαν την απρόσμενη συνάντηση του Δικαστή με την Valentine, όπως η τύχη δεν ήθελε να σμίξουν τα βλέμματα της Γαλλίδας Veronique και της Πολωνέζας Weronika στη Διπλή Ζωή, έτσι κι εδώ, σε αυτό το δικό μας βουβό τετ α τετ, τα πάντα μοιάζουν να είναι απόρροια μιας τυχαίας στιγμής για τη γέννηση της οποίας έχουν προηγηθεί άλλες παρόμοιές της. Μήπως αυτός δεν είναι τελικά ο πυρήνας του έργου του Kieslowski, η οικοδόμηση μικρών ιστοριών επάνω σε αυτή την αρχή της τυχαίας στιγμής που παράλληλα αναδεικνύει και την ασημαντότητα της ύπαρξης; Καλό ακούγεται, λέω τελικά να το ξεκινήσω κάπως έτσι…

…4 μ.μ. παρά κάτι λεπτά, καφές και τσιγάρο δίπλα στα πλήκτρα. Αυτό το «κάπως έτσι» ακουγόταν πολύ πιο απλό μέσα στο κεφάλι μου. Τώρα με παιδεύει εδώ και κάμποση ώρα. Πριν λίγο έλαβα ένα mail από μια φίλη με ένα δημοσίευμα, σύμφωνα με το οποίο κάποιος υπάλληλος στην Αμερική πέθανε εν ώρα εργασίας και κανείς δεν το συνειδητοποίησε παρά μόνο αφού είχαν περάσει τρεις ολόκληρες μέρες. Τι ειρωνεία να προσπαθώ να ξεκινήσω κριτική για μια ταινία με πυρήνα το κόκκινο της αδελφοσύνης. Σίγουρα λιγότερο ειρωνικό βέβαια από το πνεύμα του Kieslowski, αλλά και πάλι… Μάλλον θα πρέπει να το συμπεριλάβω και αυτό το στοιχείο στο κείμενο. Ως εδώ ήταν, καλή η προσπάθεια για σήμερα, αλλά οι λέξεις άφαντες.

…10 μ.μ. ακριβώς, τσιγάρο και σημειώσεις δίπλα στα πλήκτρα. Τις κοιτάζω και μοιάζουν να μη βγάζουν νόημα. Πώς να τολμήσεις να πλησιάσεις συναισθήματα χαραγμένα στο μεδούλι της ψυχής, χωρίς να τα λεκιάσεις με τη μελάνη μιας πεζής γραφής; Πώς να επιτρέψεις σε κάτι ιερό να εκπέσει σε επίπεδα θνητά, χωρίς να αισθανθείς ντροπή για την αυτοπροδοσία σου; Πώς να αφουγκραστείς τον ψίθυρο της βαθιά προσωπικής αφήγησης ενός δημιουργού που -λες και διαισθανόμενος το τέλος του- κατέθεσε τις πιο μύχιες παραστάσεις του νου του στο πιο μαγευτικό –ορισμό του κύκνειου- άσμα του; Να τη, αυτή είναι η λύση. Μόνο έτσι. Βαθιά προσωπικά. Αλλάζω γραμματοσειρά: «…10 π.μ. και κάτι λεπτά. Καφές και τσιγάρο δίπλα στα πλήκτρα…»

- ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ… (και όχι μόνο) >> 10/10


[ΥΓ: Ένα προσωπικό κείμενο αφιερωμένο σε μια εξ’ αποστάσεως Irène, της οποίας το βλέμμα δεν είχα ακόμη τη χαρά να συναντήσω. Σαν τις ίνες του τηλεφώνου στην αρχή του φιλμ που ενώνουν δυο ψυχές, ή τις αφήνουν να αιωρούνται ξεκρέμαστες πίσω από τη μονοτονία ενός “κατειλημμένου”. Μέχρι τα βλέμματα επιτέλους να συναντηθούν…]

0 ΣΧΟΛΙΑ:

ΠΕΣ ΚΑΤΙ ΚΙ ΕΣΥ…