5/4/10

Στη Σκια των Τεσσαρων Γιγαντων (North by Northwest , 1959)

«Είμαι ένας τυποποιημένος σκηνοθέτης. Αν γυρνούσα τη “Σταχτοπούτα”, το κοινό αμέσως θα έψαχνε για κάποιο πτώμα μέσα στην άμαξα»… Η ενοχλητική αυτή διαπίστωση θα μπορούσε να αποτελεί μια εξήγηση για τη στροφή –τόσο εικαστική όσο και νοοτροπίας- που επιχείρησε ο Hitchcock με την 54η ταινία της καριέρας του. Ίσως πάλι, η αναγκαιότητα ενός πιο ανάλαφρου και διασκεδαστικού φιλμ να φάνταζε επιβεβλημένη μετά την μέτρια εισπρακτική κίνηση του σαφώς σκοτεινότερου και πολυπλοκότερου Δεσμωτη του Ιλιγγου στα ταμεία, ένα χρόνο πριν. Έτσι, το πνεύμα του North by Northwest θα μπορούσε να συνοψιστεί με την παρακάτω ρήση του Hitch: «Αν έπρεπε να γυρίσω μια ταινία στην Αυστραλία, θα έβαζα κάποιον αστυνόμο να πηδά μέσα στο μάρσιπο ενός καγκουρό φωνάζοντας: “Ακολούθησε αυτό το αυτοκίνητο!”»... Αντί Αυστραλίας όμως τα γυρίσματα έγιναν στην Αμερική, έτσι ο Hitchcock βάζει τον ήρωά του να πηδάει σε αυτοκίνητα, τρένα και αεροπλάνα, σε μια φρενήρη πορεία 3000 μιλίων ανά την επικράτειά της. Παρ’ όλ’ αυτά, η ταινία δεν θα μπορούσε επ’ ουδενί να στιγματιστεί ως μία ανούσια συρραφή περιπετειωδών σκηνών. Πίσω από την αλλοίωση του γνώριμου σκηνικού, μπορεί ευδιάκριτα να αναγνωρίσει κανείς την υπογραφή μιας γνήσιας κινηματογραφικής ιδιοφυΐας, που κατά πολλούς συνέθεσε μετά από 37 χρόνια κινηματογραφικής προϋπηρεσίας την πιο ολοκληρωμένη δουλειά της…

μέρος 1ο: Η μύτη του Λίνκολν.
Η τιτλοφόρηση της ταινίας ταλαιπώρησε αρκετά σκηνοθέτη και εταιρία που αναζητούσαν μία εύηχη και –κυρίως- πιασάρικη ιδέα. Η επιβαλλόμενη εμπορική επιτυχία καθιστούσε το γεγονός ως πρωταρχικής σημασίας, σε σημείο να πέφτουν στο τραπέζι προτάσεις όπως αυτή του “The man in Lincoln’s nose” - εμπνευσμένης από το όρος Rushmore με τις σκαλισμένες προτομές των τεσσάρων προέδρων των ΗΠΑ, όπου και κλείνει μέσα σε κορύφωση η ιστορία. Ο ίδιος ο Hitchcock αποκάλυπτε αργότερα ότι σκόπευε να κινηματογραφήσει τον Cary Grant να φταρνίζεται μέσα στη μύτη του Lincoln, ιδέα που ωστόσο δεν υλοποιήθηκε ποτέ υπό τον φόβο των αντιδράσεων για τη διακωμώδηση ενός εθνικού συμβόλου μα και της μνήμης του πρώην προέδρου. Και αν η ελληνική απόδοση δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών, η προέλευση και εξήγηση του πρωτότυπου τίτλου παραμένουν ως σήμερα ένα άλυτο αίνιγμα. Μία άποψη θεωρεί ότι αναφέρεται σε μια ρήση του Άμλετ (“I am but mad north-northwest”) με την οποία προσπαθεί να πείσει τον κόσμο για τη διανοητική του ακεραιότητα. Το πιθανότερο ωστόσο είναι πως βασίστηκε στο γεγονός ότι ο ήρωας καταλήγει στο όρος Rushmore που βρίσκεται στη Βόρεια Dakota με αεροπλάνο της εταιρίας Northwest Airlines. Όπως και να έχει, ο τίτλος από μόνος του εσωκλείει μια δυναμική αποπροσανατολισμού, τη λογική μιας χαμένης πορείας με αδιευκρίνιστο τέλος, όμοιας με αυτής που βιώνει ο Roger Thornhill αναζητώντας ουσιαστικά τίποτε περισσότερο από τη σκιά του…

μέρος 2ο “After all your honor, would I make up such a story?”
Η αναζήτηση αυτή έφερε τον Ernest Lehman στη θέση της διεκδίκησης ενός Όσκαρ σεναρίου. Η κεντρική ιδέα ωστόσο που θέλει τον ήρωα εν αγνοία του να υποδύεται το ρόλο ενός ανύπαρκτου μυστικού πράκτορα, ανήκει στον δημοσιογράφο Otis Guernsey ο οποίος και την πρότεινε στον ίδιο το Hitchcock. Υποστήριζε μάλιστα ότι είναι βασισμένη σε μια αληθινή ιστορία που συνέβη κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν κάποιοι γραμματείς της Αγγλικής πρεσβείας αποφάσισαν να επινοήσουν για πλάκα έναν τέτοιο χαρακτήρα, αναγκάζοντας τελικά τους Γερμανούς κατασκόπους να επιδοθούν σε κυνήγι αναζήτησής του. Ο Hitchcock ενθουσιάστηκε με την ιδέα, πολύ περισσότερο δε με την προοπτική της χρήσης όλων των προσφιλών του στοιχείων θεματικής που αυτή του προσέφερε. Άλλο ένα όνομα ήταν έτοιμο να προστεθεί στη μακρά χιτσκοκική λίστα των “αθώων–ενόχων”, δίπλα σε αυτά των Diana Baring (Murder- 1930), Richard Hannay (39 Σκαλοπάτια–1935), Robert Tisdall (Νέοι και Αθώοι–1937), Barry Kane (Σαμποτέρ-1942) και Manny Ballestero (The Wrong Man–1956): Ο Roger Thornhill εισέρχεται στο Oak Bar του ξενοδοχείου Plaza υπό τους ήχους του “It’s a Most Unusual Day” για να βρεθεί δευτερόλεπτα αργότερα όμηρος στο πίσω μέρος μιας λευκής Mercedes φρουρούμενος από δύο αμίλητους σωματοφύλακες. «Όχι ότι με ενοχλεί μια μικρή απαγωγή που και που, αλλά έχω εισιτήρια για το θέατρο απόψε»… Έχει μεσολαβήσει η λάθος αντίδραση τη λάθος στιγμή: Την ώρα που ο σερβιτόρος καλεί κάποιον George Kaplan, εκείνος τον φωνάζει στο τραπέζι για να στείλει ένα τηλεγράφημα στη μητέρα του. Αν επρόκειτο για διαφημιστικό, στο κάτω μέρος της οθόνης θα διαβάζαμε: «Καλώς ήλθατε στον κόσμο του Hitchcock. This will be the Most Unusual Day…»

μέρος 3ο: The Unusual Suspect.
Όσο ασυνήθιστη και αν φαντάζει βέβαια για τον πρωταγωνιστή η κατάσταση την οποία καλείται να αντιμετωπίσει, για τον θεατή αποτελεί μια ακόμη τυπική έκφραση της σεναριακής στρατηγικής ενός σκηνοθέτη που από τα πρώτα του κιόλας βήματα στον βουβό αγγλικό κινηματογράφο επιστέγαζε το πάθος του για περίπλοκες όσο και μυστηριώδεις υποθέσεις. Με την ταινία αυτή ωστόσο, ο Hitchcock εισάγει στο παιχνίδι του «ασυνήθιστου» και το ίδιο το κοινό, επιφυλάσσοντάς του τη μεγαλύτερη των εκπλήξεων. Και ποιος θα μπορούσε να είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος αιφνιδιασμού ενός πλήρως εξοικειωμένου με το χιτσκοκικό σύμπαν βλέμματος, από την ίδια τη μεταλλαγή αυτού του σύμπαντος… Αφήνοντας στο περιθώριο τις επιρροές του γερμανικού εξπρεσιονισμού –τον οποίο διδάχθηκε δίπλα στους Murnau και Fritz Lang κατά τη «φοίτησή» του στα στούντιο της Toffs του Βερολίνου σαράντα χρόνια πριν-, ο Hitch υπογράφει το μοναδικό έργο της καριέρας του που διαθέτει ατόφια τα στοιχεία ενός blockbuster. Τη θέση των σκοτεινών πλάνων και των περίτεχνων σκιάσεων παίρνουν εκθαμβωτικά χρώματα και φωτεινά κάδρα, ο ρυθμός από υποβλητικός γίνεται καταιγιστικός, σε μια φρενήρη πορεία 300 μιλίων ανά την Αμερικανική επικράτεια που σφραγίζει το πολυσυλλεκτικότερο πόνημα του σκηνοθέτη: Από την καθαρόαιμη περιπέτεια στο ψυχολογικό θρίλερ, από την φαρσοκωμωδία στο ρομαντικό δράμα, το North by Northwest διατρέχεται από μια έντονα ανάλαφρη και περιπαικτική διάθεση, πιστοποιώντας την απόλυτη βεβαιότητα του δημιουργού του ότι βρίσκεται μπροστά στην ολοκλήρωση ενός ακόμη «κλασικού» φιλμ. Μπορεί η εισπρακτική αποτυχία του Δεσμωτη του Ιλιγγου να αποτέλεσε την αφορμή γι αυτή την έντονη εικαστική στροφή, παρ’ όλ’ αυτά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι με την ταινία αυτή ο Hitchcock υλοποίησε το δόγμα του πληρέστερα από οποιαδήποτε άλλη στην καριέρα του: Ο ίδιος πίστευε στον εντυπωσιασμό του θεατή. «Αδιαφορώ για το περιεχόμενο, αρκεί το κοινό να αντιδρά με αυτά που βάζω στην οθόνη» συνήθιζε να λέει, και το North by Northwest διαθέτει τη δυναμική της πρόκλησης μιας σειράς αντικρουόμενων συναισθημάτων καθ’ όλη τη διάρκειά του με την ιδανικής αναλογίας ανάμειξη χιούμορ, έντασης, ερωτισμού και αγωνίας. Ιδίως αγωνίας…

μέρος 4ο: “Goodbye Mr.Thornhill. Whoever you are…”
Στα 60 του πλέον και με 37 χρόνια κινηματογραφικής εμπειρίας στην πλάτη, ο Hitchcock είναι απόλυτος γνώστης της ψυχολογίας του θεατή, την οποία και χαλιναγωγεί. Αυτή η σχέση εξουσίας-υποταγής αποτελεί και τον κινητήριο μοχλό της ταινίας, με τον δημιουργό να τοποθετεί την βάση του παιχνιδιού σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο από αυτό που συνήθιζε ως τότε: Με δύο μόλις σκηνές ανατρέπει όλα τα κλισέ των θρίλερ, χωρίς να αποκλίνει καθόλου από την επίτευξη του τελικού στόχου που δεν είναι άλλος από την καθήλωση του κοινού. Μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό της απόπειρας δολοφονίας του ήρωα, ο οποίος μάταια προσπαθεί να πείσει τους διώκτες του για την αυθεντικότητα της ταυτότητάς του ως Roger Thornhill, η κάμερα εισβάλλει ως ουδέτερος παρατηρητής σε ένα κεντρικό γραφείο του FBI όπου το κοινό πληροφορείται πρόωρα τη λύση του μυστηρίου. Ο George Kaplan, στόχος της συμμορίας κατασκόπων με αρχηγό τον Phillip Vandamm, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ανύπαρκτο πρόσωπο που επινοήθηκε για την παραπλάνηση ξένων πρακτόρων, που αποκτά ανέλπιστα υπόσταση με τη μορφή του Thornhill. Ο θεατής γίνεται κοινωνός μιας γνώσης βασανιστικής, μιας και αντιλαμβάνεται ότι οι προσπάθειες του ήρωα για ανεύρεση του Kaplan είναι εξ’ αρχής ανώφελες, ενώ καλείται ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει ολομόναχος τη μοίρα του. Το κοινό μάλιστα είναι αυτό που θα αντιληφθεί πολύ πριν τον Thornhill το ύπουλο παιχνίδι που σκαρώνει η μοιραία ξανθιά (Eva Marie Saint) πίσω από την πλάτη του στέλνοντάς τον σε ένα υποτιθέμενο ραντεβού με τον Kaplan, όπου ο πρωταγωνιστής θα κληθεί να έρθει αντιμέτωπος με τους διώκτες του.

μέρος 5ο: “It’s dusting crops, where there are no crops!”
Στη σκηνή αυτή, την πιο χαρακτηριστική αλλά και πιο διάσημη της ταινίας, ο Hitchcock ανατρέπει για δεύτερη φορά τα δεδομένα: Αντιστρέφοντας πλήρως τη λογική των θρίλερ και των φιλμ νουάρ που θέλουν τα πλάνα υποβόσκοντα φόβου σκοτεινά, κοντινά και κλειστοφοβικά, τοποθετεί τον ήρωα στο κέντρο ενός ολοφώτεινου, απέραντου σκηνικού που δεν μπορεί να κρύψει σε καμία γωνία ή σκιά την απειλή. Στη μέση του πουθενά, σε ένα εκθαμβωτικά κίτρινο τοπίο χωραφιών που διασχίζεται μοναχά από έναν δρόμο, ο Thornhill έχει χωρίς να το γνωρίζει ραντεβού με το θάνατο. Η συνάντηση θα είναι και πάλι απρόβλεπτη, μιας και ούτε το λεωφορείο, ούτε τα ελάχιστα διερχόμενα αυτοκίνητα, ούτε ο μαυροντυμένος άντρας κρύβουν κάποιο μυστικό. Η τρίλεπτη σκηνή καταδίωξης από το ψεκαστικό αεροπλάνο, από τις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές δράσης που μας έχει χαρίσει ο παγκόσμιος κινηματογράφος, αποτελεί ένα μάθημα σκηνοθεσίας και μοντάζ. Στα 130 πλάνα της, ο Hitchcock αποτυπώνει την πεμπτουσία της τέχνης του: «Πιστεύω στο καθαρό σινεμά με το συνδυασμό μικρών κομματιών φιλμ» είχε πει. «Αυτό αποτελεί τον κύριο στόχο της δουλειάς μου». Πέρα από το καθαρά εικαστικό επίπεδο ωστόσο, η ιδιαιτερότητά της σκηνής εκτείνεται ως έναν ακόμη τομέα: Ο Hitchcock άφησε τα πλάνα γυμνά από μουσική, μεταδίδοντας την ένταση με την αγχωτική αρχική ηρεμία και τον εκνευριστικό ήχο της μηχανής του αεροπλάνου στη συνέχεια, ανεβάζοντας έτσι τον τόνο του ρεαλισμού ένα σκαλί ψηλότερα. Το ίδιο μοτίβο σκόπευε να ακολουθήσει και στη σκηνή του ντουζ στο Psycho, για να υποχωρήσει μετά την μουσική επένδυση που του παρουσίασε ο Bernard Herrmann (Citizen Kane, Vertigo, Taxi Driver). Εκεί όμως που ουσιαστικά ταυτίζονται -αν και σε διαφορετικό επίπεδο- οι δύο ταινίες, είναι στη διατήρηση ενός από τους πιο συχνά εμφανιζόμενους χαρακτήρες στις ταινίες του Hitchcock, αυτόν της μητέρας.

μέρος 6ο: “Mother is a boy’s best friend…”
O ρόλος αυτός –τι συμπτωματική ομοιότητα με αυτόν του Kaplan, τόσο σημαντικός μα και τόσο… ανύπαρκτος στο Psycho- φυσικά δεν αποτελεί μια τυχαία επιλογή. Τα ψυχολογικά κατάλοιπα του Hitchcock πάντοτε έπαιζαν πρωταρχικό ρόλο στις ταινίες του, με αποκορύφωμα τη σχέση του με την αυταρχική και επιβλητική μητρική παρουσία των παιδικών του χρόνων. Η σιδηρά πειθαρχία με την οποία ταύτισε ο Hitchcock την παρουσία της πέρασε μοιραία και στα φιλμ του, με το Psycho (1960) να αποτελεί το χαρακτηριστικότερο των δειγμάτων και τα Πουλια (1963) και Marnie (1964) να ακολουθούν. Στο North by Northwest , η μορφή της Jessie Royce Landis αν και εμπλουτίζεται με έντονα κωμικά χαρακτηριστικά, δεν παύει να εκπροσωπεί μια καταπιεστική και υπερπροστατευτική φιγούρα, που έχει στιγματίσει την ανδρική ολοκλήρωση του κεντρικού ήρωα. Η διαρκής αναφορά των πράξεών του, το κάλεσμα του για συμμετοχή της σε… διάρρηξη, αλλά και η δική της πρωτοβουλία ανάμειξης στις υποθέσεις του γιου της, αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα μιας έντονα δεμένης μα ταυτόχρονα και άνισης σχέσης. Δεν είναι τυχαίο ότι παρά το χιούμορ που διαθέτει, η κυρία Clara Thornhill περιγράφεται σε δεύτερο επίπεδο με ζοφερά χρώματα, με βασικότερο αυτό του αμαρτήματος της χαρτοπαιξίας – ιδιαίτερα ταπεινωτικό για τις γυναίκες της εποχής που προβαλλόταν το φιλμ. Η ερμηνεία ωστόσο της Landis –η οποία εκτός των άλλων ήταν και… 1 χρόνο νεότερη από τον 54χρονο κινηματογραφικό της γιο- παραμένει μια από τις πιο απολαυστικές του φιλμ, προσφέροντας μάλιστα και μια από τις πιο περίεργες συναισθηματικά στιγμές του: Ευρισκόμενη μέσα σε ένα κατάμεστο ασανσέρ μαζί με το γιο της και δυο μπράβους που τον έχουν πάρει στο κατόπι, τους απευθύνει την θανατηφόρο ερώτηση: «Δεν σκοπεύετε στ’ αλήθεια να σκοτώσετε το γιο μου, έτσι;» και όλοι ξεσπούν σε τρανταχτά γέλια. Εκτός βέβαια από τον θεατή που μένει με ένα παγωμένο χαμόγελο στα χείλη…

μέρος 7ο: “Well, you`re a big boy now…”
Ο έτερος αγέλαστος της σεκάνς δεν είναι άλλος από τον Cary Grant, o Roger Thornhill της ιστορίας και ένας ακόμη βασανιζόμενος αθώος ήρωας του μετρ. Ο ρόλος του αρχικά προοριζόταν για τον James Stewart (που πρωταγωνίστησε τόσο στον Σιωπηλό Μάρτυρα όσο και στο Δεσμωτη του Ιλιγγου), τον οποίο ωστόσο ο σκηνοθέτης απέρριψε λόγω ηλικίας. Το γεγονός ότι ο αντικαταστάτης του ήταν 4 χρόνια μεγαλύτερος, διέσπειρε τη φήμη ότι οι δυο τους ήταν στα μαχαίρια. Η αλήθεια μάλλον βρισκόταν κάπου στη μέση. Ο Hitchcock, επηρεασμένος σαφώς από τη σχολή του σοβιετικού κινηματογράφου της εποχής του Άιζενσταϊν, δεν έδινε τόσο μεγάλη βαρύτητα στις ερμηνείες των ηθοποιών του όσο στην τεχνική αρτιότητα της δουλειάς του. Συχνά στις ταινίες του οι ηθοποιοί καλούνταν να ερμηνεύσουν στιλιζαρισμένες αντιδράσεις, γεγονός που έκανε πολλούς από αυτούς να εκδηλώνουν απροκάλυπτα τη δυσαρέσκειά τους. Ο ίδιος ο Hitchcock τους θεωρούσε πιόνια του: «Όταν ένας ηθοποιός με πλησιάζει για να συζητήσουμε τον χαρακτήρα του, του λέω ότι τα πάντα είναι γραμμένα στο σενάριο. Αν επιμένει, και ρωτήσει: “Μα ποιο είναι το κίνητρό μου;” του απαντώ: “Ο μισθός σου”»… Η απάντηση συνεπώς στην επιλογή του Cary Grant για τον κεντρικό ρόλο βρισκόταν μόνο στο μυαλό του ίδιου του σκηνοθέτη. Πιθανώς να διέγνωσε σε αυτόν την ικανότητα να συνδυάσει με στιλ έναν αρκούντως παιχνιδιάρικο χαρακτήρα με την αρρενωπότητα και τη δραματική πειθώ που απαιτούσε ο ρόλος. Έτσι κατά τη διάρκεια του φιλμ παρακολουθούμε τον Grant -στην τέταρτη και τελευταία συνεργασία του με τον Hitchcock- να μεταλλάσσεται με άνεση από πολυάσχολος διαφημιστής σε μαμμόθρεφτο θύμα απαγωγής, από σαγηνευτικός γυναικοκατακτητής σε προδομένο αγαπητικό, από ανώριμο παιδί σε αποφασισμένο άντρα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν είναι καθόλου «σάπιος» όπως θέλουν να υποδηλώνουν τα αρχικά του (R.O.T. εκ του rotten). Μάλιστα, όπως υποστηρίζει ο ήρωας, το «Ο» δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Υποσημείωση: Ο πρώτος επί αμερικανικού εδάφους παραγωγός του Hitchcock, David O. Selznick, υποστήριζε ακριβώς το ίδιο πράγμα. Αναλογιζόμενοι ότι οι δύο άντρες είχαν κάκιστες σχέσεις την εποχή της συνεργασίας τους, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί κανείς τη διόλου συμπτωματική φύση της επιλογής…

μέρος 8ο: “How does a girl like you get to be a girl like you?”
Μεγάλο ρόλο στη σταδιακή μεταμόρφωση του πρωταγωνιστή θα παίξει φυσικά μια ακόμη χιτσκοκική ξανθιά, προσωπική επιλογή του σκηνοθέτη. Η Eva Marie Saint πληρούσε όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις που απαιτούσε ο μετρ από την πρωταγωνίστριά του, την εξής μία: Ψυχρότητα. Η Eve Kendall αποτελεί μία από τις πιο «άχρωμες» ηρωίδες του Hitchcock, γεγονός που επιβάλλεται από το διττό του ρόλου της –ως ερωμένης του αρχικατασκόπου Vandamme μα και ως μυστικού πράκτορα του FBI. Τη μόνη φορά ωστόσο που θα χρειαστεί να κινητοποιήσει τη γοητευτική της τσαχπινιά για να προσελκύσει στον ιστό της τον καταζητούμενο Thornhill, οι επιδόσεις της είναι αρκούντως ικανοποιητικές. Συνεπικουρούμενης της φυσικής της ομορφιάς και παρά τα δέκα παραπανίσια χρόνια από τον χαρακτήρα που υποδύεται, η Saint προσφέρει μαζί με τον Grant ένα από τα απολαυστικότερα μα και διασκεδαστικότερα ειδύλλια που έχουν καταγραφεί ποτέ σε χιτσκοκικό φιλμ. Το “I never make love on an empty stomach” ντουμπλάρεται από το ηπιότερο “I never discuss love on an empty stomach” –όπως διαφαίνεται καθαρά και στην οθόνη- εξευμενίζοντας τις πουριτανικές αρχές της εποχής, και το αντικείμενο του πόθου είναι έτοιμο για το μεγάλο βήμα από το εστιατόριο του τρένου στα άδυτα της καμπίνας 3901. “Such a nice number”… Η Eve μπορεί να έχει τους σκοπούς της, όμως η γοητεία του Cary Grant θα λιώσει την παγερή της υπόσταση. Ανάμεσα στο καθήκον και τον έρωτα -μια διελκυστίνδα που θα περάσει από χίλια κύματα με τυπικές εξάρσεις ζήλιας και αυτοθυσίας- ο δεύτερος θα αναδειχτεί νικητής, ακόμα και αν χρειαστεί να ακροβατήσει στις γιγάντιες προτομές του όρους Rushmore. Μπορεί ο έρωτας να παίζει ουσιώδη σημασία στην εξέλιξη της ιστορίας, ωστόσο ο Hitchcock πάντοτε τον θεωρούσε αναγκαίο κακό για τις ταινίες του, γνωρίζοντας ότι τον παρεκκλίνει από τον πρωταρχικό του στόχο για εκφοβισμό του θεατή. Έτσι, γνωρίζοντας πως η ταινία αυτή θα αποτελούσε βαρόμετρο για την εξέλιξη της καριέρας του, τον χρησιμοποιεί μεν στο προσκήνιο, του μεταλλάσσει δε τη μορφή από αγνό συναίσθημα σε ένα βασανιστικό αντίβαρο του έμφυτου ενστίκτου για επιβίωση. Αυτή την εσωτερική πάλη η Eva Marie Saint τη χειρίζεται με λεπτότητα και πειθώ, ωστόσο η φαντασίωση της Grace Kelly στον συγκεκριμένο ρόλο αφήνει μια αίσθηση ανολοκλήρωτου. Συνηγορεί σε αυτό η προϋπηρεσία της στα Καλέστε Ασφάλεια Αμέσου Δράσεως, Σιωπηλος Μαρτυς και To Catch A Thief, και πιθανότατα να αποτελούσε την επιλογή του σκηνοθέτη αν την περίοδο εκείνη δεν ήταν απασχολημένη με τα καθήκοντά της ως πριγκίπισσα του Μονακό, τα οποία προφανώς δεν θα συμβάδιζαν με επικίνδυνες καταβάσεις μνημείων…

μέρος 9ο: “I don’t like the way Teddy Roosevelt is looking at me!”
Όχι ότι κουράστηκε ή κινδύνεψε βέβαια η αυθεντική Eve Kendall. Το μνημείο στο όρος Rushmore, παρά τη ρεαλιστική του απεικόνιση επί οθόνης, χρησιμοποιήθηκε μονάχα ως background σε ορισμένα πλάνα, ενώ για τις σκηνές δράσης στήθηκαν τεράστια σκαλισμένα αντίγραφα στα στούντιο της MGM. Αυθεντικότατο από την άλλη είναι το κτίριο των Ηνωμένων Εθνών στο οποίο εισέρχεται και από το οποίο εξέρχεται ο Roger Thornhill στις αρχές του φιλμ. Μπορεί η σχετική άδεια κινηματογράφησης να του είχε αρνηθεί, αυτό ωστόσο δεν εμπόδισε τον Hitchcock να τραβήξει μερικά πλάνα με… κρυφή κάμερα. Αν και τα εσωτερικά γυρίσματα έγιναν σε άλλες τοποθεσίες, το βέβαιο είναι ότι κάποιοι ιθύνοντες της παγκόσμιας οργάνωσης δεν θα διασκέδασαν ιδιαίτερα με την ανυπακοή του σκηνοθέτη…

μέρος 10ο: The Fun Factor.
Σε αντίθεση βέβαια με τον τελευταίο, που σύμφωνα με τα ίδια τα λεγόμενά του αλλά και από την όλη ατμόσφαιρα που αποπνέει το φιλμ, διασκέδασε αφάνταστα τα γυρίσματα. Παρά την έμφυτη έφεσή στο μυστήριο και το τρομακτικό, ο Hitchcock ήταν ιδιαίτερα εύθυμος και αστείος, και σε συνδυασμό με την ιδιόρρυθμη φύση του συνέθετε ένα εκρηκτικό μίγμα χαρακτήρα που ξάφνιαζε ακόμη και τους ανθρώπους που δούλευαν σε τακτική βάση μαζί του. Όταν κάποτε μια ηθοποιός τον ρώτησε αν το δεξί ή το αριστερό ήταν το καλύτερό της προφίλ, εκείνος της απάντησε “Αγαπητή μου, κάθεσαι επάνω στο καλύτερό σου προφίλ”, φέρνοντας την ίδια σε πολύ δύσκολη θέση και ένα ολόκληρο συνεργείο σε κατάσταση υστερίας από τα γέλια. Το North by Northwest είναι η μόνη ταινία που αποκάλυψε τόσο εμφανώς αυτή τη κρυφή πλευρά του σκηνοθέτη, υιοθετώντας ένα παιχνιδιάρικο τόνο καθ’ όλη τη διάρκειά του. Έτσι, όταν η Eve πληροφορεί τον Thornhill ότι είναι πια μεγάλο κορίτσι, εκείνος της αποκρίνεται “Και μάλιστα σε όλα τα σωστά σημεία”, φέρνοντας έντονα στο νου ανάλογες ατάκες ενός άλλου μεγάλου γόη της οθόνης: Του James Bond. Άλλωστε ο Hitchcock ήταν στενός φίλος του Albert R. Broccoli, δημιουργού της σειράς ταινιών του 007, ενώ το ίδιο το North by Northwest αποτέλεσε την επιρροή για τη σκηνή με το ελικόπτερο στο Απο τη Ρωσια με Αγαπη του 1963…
Στο παιχνίδι των στιχομυθιών ερωτικού περιεχομένου δεν θα αργήσει να εμπλακεί και η Eva Marie Saint, απαντώντας στην παρατήρηση του Grant ότι “το τρένο είναι λίγο ασταθές”: «Και ποιος δεν είναι»… Η μετάλλαξη του συγκεκριμένου διαλόγου θα λάβει τρομακτικές διαστάσεις ένα χρόνο αργότερα, καθώς ο Anthony Perkins θα ενημερώνει τη Vera Leigh για τη μητέρα του: “She just goes a little mad sometimes. We all go a little mad sometimes…” Η σκοτεινή αυτή αντιστοιχία ωστόσο δεν μπορεί να αντιρροπήσει την βαρύτητα που καταλαμβάνει το χιούμορ στο φιλμ, ιδίως δε όταν ο δημιουργός του χρησιμοποιεί όχι μόνο λεκτικά, αλλά και σεναριακά μέσα για να το προσεγγίσει: «Η μόνη ερμηνεία που θα σας ικανοποιούσε θα ήταν αν έπαιζα τον νεκρό», ειρωνεύεται ο Thornhill τον Vandamme, για να εισπράξει την πληρωμένη απάντηση: «Ο αμέσως επόμενος ρόλος σας. Θα είστε ιδιαίτερα πειστικός μάλιστα»… Ούτε ο πιο υποψιασμένος θεατής δεν μπορεί να φανταστεί ότι, όντως, ο επόμενος ρόλος του Cary Grant στο φιλμ θα είναι αυτός του νεκρού…

μέρος 11ο: Άσε με να κάνω λάθος…
Τον νεκρό πιθανώς να ήθελε να παραστήσει και ο Hitchcock όταν θα αντιλήφθηκε πόσα λάθη περιείχε η τελική κόπια που παρέδωσε στο στούντιο. Παρά το γεγονός ότι ορισμένα από αυτά είναι τόσο εξόφθαλμα ώστε να αμφισβητείται ακόμη και η τυχαία καταγραφή τους, η ταινία προβλήθηκε στους κινηματογράφους χωρίς διορθωτικά γυρίσματα της τελευταίας στιγμής. Όντας αξιοσημείωτα αναμνηστικά ενός κατά τ’ άλλα τελειομανούς σκηνοθέτη, θα υποκύψουμε στον πειρασμό αναφοράς των σημαντικότερων εξ αυτών:
α) Η Eve σημαδεύει με όπλο τον Thornhill στην καφετέρια κοντά στο όρος Rushmore. 4 δευτερόλεπτα πριν πυροβολήσει, ένα αγοράκι που κάθεται δύο τραπέζια πιο πέρα κλείνει με τα δάκτυλα τα αυτιά του, χωρίς καν να παρακολουθεί την εξελισσόμενη σκηνή. Ο κρότος των γυρισμάτων που προηγήθηκαν θα ήταν μάλλον αρκετά ενοχλητικός…
β) Δεξιά και αριστερά του Thornhill στο πίσω κάθισμα της λευκής Mercedes, κάθονται οι δύο μπράβοι του Vandamme που λίγο πριν τον είχαν απαγάγει. Στην προσπάθειά του να ανοίξει την πόρτα και να δραπετεύσει, ο δεξιός του φύλακας… εξαφανίζεται.
γ) Ο Thornhill και η μητέρα του μπαίνουν σε ένα ασανσέρ στο κτίριο των Ηνωμένων Εθνών, κι εμείς μπορούμε να διακρίνουμε την αντανάκλαση ενός σκυφτού μέλους του κινηματογραφικού συνεργείου επάνω σε έναν διαχωριστικό τζαμένιο τοίχο…
δ) Η διάσημη σκηνή καταδίωξης ολοκληρώνεται με την πρόσκρουση του ψεκαστικού αεροπλάνου επάνω στο ρυμουλκούμενο βυτίο ενός σταματημένου φορτηγού. Κι όμως, παρά την ταχύτητα και τον όγκο του αεροπλάνου, το βυτιοφόρο δεν μετακινείται σπιθαμή…
ε) Έξω από το παράθυρο του τρένου προς την πλευρά της Eve βλέπουμε να πλησιάζει ένα λιμάνι, το οποίο δεν εμφανίζεται ποτέ όταν το πλάνο μεταφέρεται στον Thornhill.
στ) Το αυτοκίνητο της αστυνομίας κάνει μια απότομη στροφή αριστερά και ο Thornhill που κάθεται στο πίσω κάθισμα πέφτει –φυσιολογικά- προς τα δεξιά. Δεν κάνει όμως το ίδιο και ο αστυνόμος που κάθεται δίπλα του, και ο Cary Grant του υποδεικνύει εμφανώς με το αριστερό του χέρι τη σωστή αντίδραση. Και εκείνος, αν και λίγο καθυστερημένα, συμμορφώνεται…
ζ) Ένα τμήμα του αυτοκινήτου που οδηγεί ο Thornhill αιωρείται πάνω από τον γκρεμό, με την πίσω αριστερή (κινητήρια) ρόδα στον αέρα. Κι όμως, εκείνος πατάει γκάζι και συνεχίζει τη μεθυσμένη του πορεία…
η) Ο Thornhill γράφει μήνυμα επάνω σε ένα μισοαδειανό σπιρτόκουτο. Όταν το ανοίγει όμως η Eve, αυτό έχει θαυματουργώς ξαναγεμίσει…

μέρος 12ο: Απροκάλυπτα.
Επινοημένες σκοπίμως ή γυρισμένες κατά λάθος, οι στιγμές αυτές σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να σπιλώσουν την αρτιότητα μιας ταινίας που εκτόξευσε τις μετοχές του σκηνοθέτη της στα ύψη, δίνοντάς του το ελεύθερο να επανέλθει ένα χρόνο αργότερα με ένα εκ των μεγαλύτερων ρίσκων της καριέρας του. Το Ψυχώ, μπορεί να ανησύχησε τους παραγωγούς με το μηδαμινό budget και την ασπρόμαυρη φωτογραφία του, ωστόσο κανείς δεν μπορούσε να αρνηθεί το παραμικρό πλέον σε έναν από τους πιο καταξιωμένους μα και πιο κερδοφόρους σκηνοθέτες της εποχής. Ακόμη και η λογοκρισία έμοιαζε να κάνει τα στραβά μάτια στις ορέξεις του Hitch. Εν μέσω ψυχροπολεμικής περιόδου, στο North by Northwest ο σκηνοθέτης όχι απλά παίζει με τους μύχιους υπαρξιακούς φόβους ενός λαού, μα θέτει ταυτόχρονα τον πρωταγωνιστή του στη θέση του κατήγορου ενός ολόκληρου συστήματος: «Αν δεν μπορείτε να σταματήσετε τους Vandamme αυτού του κόσμου χωρίς να θέτετε σε κίνδυνο τις ζωές αθώων κοριτσιών, τότε πιθανώς να πρέπει να αρχίσετε να χάνετε μερικούς Ψυχρούς Πολέμους». Και το κοινό αν μη τι άλλω ξαφνιάζεται από την απάντηση του κρατικού εκπροσώπου: «Φοβάμαι πως ήδη το κάνουμε αυτό…» Τόσο απροκάλυπτα…

μέρος 13ο: The master.
Αυτή όμως ήταν η ελευθερία που πήγαζε από την εκτίμηση που ο Hitchcock είχε κατορθώσει να χτίσει γύρω από το όνομά του, την καλλιτεχνική του αξία, την μεγαλοφυή του υπόσταση. Μια εκτίμηση που ωστόσο έμεινε κρυφή, σαν αμάρτημα, καθ’ όλη τη διάρκεια της κινηματογραφικής του πορείας. Το Αμερικάνικο κράτος τον τίμησε μόλις το 1998 κυκλοφορώντας γραμματόσημο των 32 cent με τη φιγούρα του. Ακόμη και ο ίδιος ο χώρος τον οποίο ο σκηνοθέτης τίμησε με πάθος, του αρνήθηκε την επίσημη αναγνώριση: Η Ακαδημία ποτέ δεν τον επιβράβευσε με το Όσκαρ σκηνοθεσίας, για να αναγνωρίσει το ατόπημά της στη δύση της καριέρας του το 1967, απονέμοντάς του το βραβείο Irving Thalberg για την προσφορά του στον κινηματογράφο. Στην μικρότερης διάρκειας ομιλία βραβευόμενου στην ιστορία του θεσμού, ο Hitchcock περιορίστηκε μόνο σε δύο λέξεις: “Thank you”… Άλλωστε του αρκούσε η αναγνώριση του κοινού. Του κοινού που στηνόταν κατά εκατομμύρια μπροστά στις τηλεοράσεις για να ακούσει από το στόμα του τον κλασικό πλέον χαιρετισμό (“Good eeeevening”), αναδεικνύοντας το τηλεοπτικό του show σε ένα από τα πιο επιτυχημένα όλων των εποχών. Του κοινού που εναγωνίως περίμενε σε κάθε έναρξη των φιλμ την cameo εμφάνισή του, βάζοντας τους παραγωγούς του North by Northwest στον πειρασμό να σκαλίσουν την προτομή του δίπλα σε αυτή των προέδρων των ΗΠΑ. Ο ίδιος αρκέστηκε στο να χάσει το λεωφορείο λίγο μετά τους εναρκτήριους τίτλους. Ας είναι. Στο λεωφορείο για την καρδιά όλων των κινηματογραφόφιλων, όχι μόνο βρήκε την πόρτα ορθάνοιχτη, αλλά στρογγυλοκάθισε και στη θέση του οδηγού σκηνοθετώντας ένα ακόμη συναρπαστικό ταξίδι…

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 10/10

ΥΓ: Το κείμενο αφιερώνεται στην Άλκηστη Χαρσούλη και τον Πάνο Βούλγαρη.

0 ΣΧΟΛΙΑ:

ΠΕΣ ΚΑΤΙ ΚΙ ΕΣΥ…