5/4/10

Αφιέρωμα - Horror Made In Asia

Έχει η πύλη της κολάσεως επιγραφές στα Ιαπωνικά; Είναι κλειδοκράτοράς της ο Hideo Nakata; Κατείχαν μυστικιστικές γνώσεις οι κεφαλές της DreamWork Pictures ή απλά μεγαλύτερη μύτη στο κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού; Ο χρόνος, που άλλοτε περιβάλλει τους τολμηρούς με αποδείξεις δικαίωσης και άλλοτε τους στιγματίζει με ανεξίτηλα στίγματα κακών επιλογών, έφερε κάτι περισσότερο από μια απλή δικαίωση. Η διασκευή του σπιτικά υπέρ-επιτυχημένου Ringu όχι μόνο έσπασε ταμεία ανά την αμερικανική επικράτεια, αλλά ταυτόχρονα μύησε τον μέσο Γιάνκη θεατή -– ηλικίας 16-25 βομβαρδισμένο από κατατονικές περιπέτειες εκρήξεων και κωμωδίες ελάχιστα μεταβρεφικού επιπέδου χιούμορ –- στην Ασιατική μυθολογία του υπερφυσικού τρόμου. Μοιραία το φαΐ μύρισε και άνοιξε τις ορέξεις των studio. Θέλοντας να δώσουν ώθηση στη μυθολογία τρόμου της οποίας η ανάσταση επιτεύχθηκε απρόσμενα μετά το Scream του Wes Craven μόνο για να ξαναβυθιστεί σε τέλμα λίγα χρόνια αργότερα με άνοστες επαναλήψεις (βλ. Urban Legends, I know what you did last summer) και ανούσια επαναλουστραρίσματα (βλ. Night of the Living Dead, The Texas Chainsaw Massacre), οι εταιρίες πλάκωσαν σαν όρνια να εκμεταλλευτούν οτιδήποτε κινείτο και ακουγόταν στην αγορά της ανατολής. Η Sony καπάρωσε το Ju-On του Takashi Shimizu παρουσιάζοντας μόλις πρόσφατα μια κατατρεγμένη από την Κατάρα (The Grudge) Sarah Michelle Gellar, η εταιρία του Tom Cruise Cruise-Wagner Productions μάζεψε το The Eye του Danny Pang που κυκλοφόρησε το 2002, η θυγατρική της Disney Pandemonium Films πρόλαβε το νέο πόνημα του Hideo Nakata Dark Water –επίσης του 2002-, ενώ η Vertigo Entertainment ένα ελαφρά παλαιότερο, το Chaos του 1999.

Στα δύο τελευταία μάλιστα η συνδρομή του Robert De Niro θα είναι κάτι περισσότερο από εμφανής, μιας και στην πρώτη το όνομά του θα φιγουράρει ως παραγωγός και στην τελευταία ως πρωταγωνιστής. Ο Μάρτης δεν μπορεί να λείψει από την Σαρακοστή, πόσο μάλλον ο ιταλοαμερικάνος super star από τα δέντρα που κουδουνίζουν δολάρια. Και όλα αυτά είναι μόλις η αρχή. Έπονται τα Don’t Look Up (διασκευή του Joyu-rei), το Infection (εκ του Kansen του Masayuki Ochiai) και το Prophecy (βασισμένο στο Yogen του Norio Tsuruta). Η πύλη της κολάσεως έχει ανοίξει διάπλατα και από μέσα της ξερνάει ανατολίτικους μύθους φαντασμάτων, αίματος και κραυγές φόβου.

Βρήκε λοιπόν το Hollywood νέες κότες να κυοφορήσουν χρυσά αυγά; Γιατί τα παλιά, καλοαναθρεμμένα κοτοπουλάκια σακιάστηκαν στη γωνία; Μήπως ο κόσμος βαρέθηκε να ξεφλουδίζει τσόφλια ή απλά τα Γιαπωνέζικα έχουν απλούστερα καλύτερη γεύση;


SWEET HOME YOKOHAMA

Όταν το Enola Gay πετούσε χαρωπά πάνω από τη Χιροσίμα σκορπώντας τρόμο και όλεθρο μερικά χιλιάδες πόδια χαμηλότερα, η σύγχρονη μορφή του Γιαπωνέζικου πολιτισμού μόλις χάρασσε το πρώτο της ιδεόγραμμα στην ιστορία. Ένα έθνος κατατρεγμένο από εφιάλτες μαζικού θανάτου, βασανισμένο από μνήμες νεκρών συγγενών και οικείων προσώπων, μετάλλασσε τον τρόπο ζωής του στα νέα, πυρηνικά δεδομένα. Καταπιεσμένα άγχη και μεταφυσικές ανησυχίες βρήκαν διέξοδο στο φως επηρεάζοντας μοιραία όλες τις μορφές ανατολίτικης τέχνης, πόσο μάλλον δε την περισσότερο οπτικοποιημένη αυτών, τον κινηματογράφο. Τι πιο φυσικό για μια χώρα που καταγράφει στο λαογραφικό ιστορικό της χιλιάδες χρόνια ανατροφής με μύθους βασισμένους στο υπερφυσικό, πόσο μάλλον όταν περίπου 100.000 κάτοικοί της αυτοαποκαλούνται εξορκιστές.

Ο Γιαπωνέζικος σινέ-τρόμος μεταπλάστηκε στη βάση αυτή, ενσωματώνοντας ταυτόχρονα στις αναζητήσεις του την αγωνία του σύγχρονου, αστικοποιημένου πολιτισμού: οικογενειακά βάρη, έλλειψη διαπροσωπικών σχέσεων, τεχνολογική γιγάντωση. Διόλου τυχαία η κατάρα του The Ring εξαπλώνεται μέσω βιντεοκασέτας –πόσο πειστική θα μπορούσε να ακουστεί μια τέτοια ιστορία μερικά χρόνια πριν;-, ενώ οι ήρωες του Battle Royale ανταγωνίζονται μέχρι θανάτου στην πιο σκληρή μορφή reality game που έχει παρουσιαστεί ποτέ. Αυτή όμως είναι και η κρυφή γοητεία του τρόμου εξ ανατολάς. Το έξυπνο πάντρεμα ατμοσφαιρικής μυθολογίας και new tech θεματολογίας, αφήνουν τα κλασικά και χιλιοδιασκευασμένα τέρατα του Hollywood τύπου Frankenstein, Dracula και Freddy Kruger να φαντάζουν ξεπλυμένα και παρωχημένα μπροστά στις ανάγκες της σύγχρονης εποχής, που θέλει τον τρόμο του σήμερα να παρέχει ψήγματα παραδοσιακού χωρίς να φαίνεται παλαιομοδίτικος.

Ταυτόχρονα, οι τεχνικές και τα μέσα των ανερχόμενων ανατολιτών σκηνοθετών δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τις αντίστοιχες των Χολιγουντιανών συναδέλφων τους, πόσο μάλλον όταν η αισθητική των εικόνων τους δεν περιορίζεται από άτυπους κανόνες συμβατικού horror filmmaking, που επιβάλλουν έναν τρόμο που πηγάζει από μουσικές κλιμακώσεις και αδιάκοπα «μπου». Η αγωνία υποβόσκει στο υποσυνείδητο του θεατή, βρίσκεται πάντοτε κρεμασμένη στις άκρες κάθε frame και σφυρηλατείται με σκοτάδι και ηχητικούς συνδυασμούς που καμία σχέση δεν έχουν με τα συνήθη παλλόμενα βιολιά των αμερικάνικων παραγωγών. Ευθύτητα και απουσία οικονομίας εικόνων, σε συνδυασμό με μια εν γένει κουλτούρα που μοιάζει ξένη στα μάτια κάθε δυτικοθρεμμένου οφθαλμού, αρκούν για να μετατρέψουν το περιβάλλον κάθε ταινίας σε ένα αφιλόξενο και απωθητικό τοπίο.


KAWASAKI ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Ή μήπως είναι μόνο μια μόδα, μια παροδική φάση που θα κάνει τον κύκλο της; Πιθανότατα. Πολλά θα εξαρτηθούν ωστόσο από την αντίδραση της εγχώριας αμερικάνικης παραγωγής σε αυτή την ξενόφερτη επίθεση, πολύ περισσότερο δε σε επίπεδο σεναριακό. Το κοινό απέδειξε με την ραγδαία επανεμφάνιση των ταινιών τρόμου στα Box Office ότι έχει ανάγκη αυτό το είδος pop culture που κάποτε φάνταζε βυθισμένο κάπου στη δεκαετία του ’80. Ταινίες όπως η Έκτη Αίσθηση ή οι Άλλοι απλά επιβεβαίωσαν μια ιδιαίτερη προτίμηση στο μεταφυσικό και στον τομέα αυτό οι Ιάπωνες μοιάζουν να κατέχουν την πρωτοκαθεδρία λόγω ιδιαιτερότητας της λαογραφίας τους και του καταπιεσμένου παρελθόντος τους.

Δεν είναι ωστόσο μόνο ο τρόμος που εισάγεται πλέον μετά μανίας στα Αμερικάνικα multiplex τα τελευταία χρόνια. Και δεν αναφερόμαστε φυσικά στον Jackie Chan, ούτε στις σποραδικές εμφανίσεις σινεφίλ ανατολικο-ασιατικών τίτλων που πέρασαν και δεν ακούμπησαν τις μάζες. Τις βάσεις της σύγχρονης Ιαπωνοφιλίας έθεσε ο απρόσμενος εισπρακτικός θρίαμβος του Crouching Tiger, Hidden Dragon –ως σήμερα η πιο πετυχημένη εισπρακτικά Ασιατική ταινία στο Αμερικάνικο Box Office- αναγκάζοντας κοινό και κριτική να ανακαλύψει τους κρυμμένους θησαυρούς ενός διαφορετικού σινεμά που αποδείκνυε ότι εκτείνεται και πέρα των σινεφιλικών αναφορών, με παραγωγές αφοσιωμένες στην τέρψη του θεατή χωρίς ωστόσο περικοπές ποιότητας. Πρώτος και καλύτερος ο Quentin Tarantino, χρόνια λάτρης του ασιατικού σινεμά, πήρε τα Chunking Express του Kar Wai Wong και Sonatine του Takeshi Kitano από το χέρι, μετατρέποντάς τα σε μικρά χρυσωρυχεία στις ενοικιάσεις βίντεο, ενώ το 2001 διένειμε με δική του πρωτοβουλία το ξεχασμένο από το 1993 μικρό αριστούργημα πολεμικών τεχνών Iron Monkey σε περιορισμένο αριθμό αιθουσών, που απέδωσε εισπράξεις 14 εκατομμυρίων δολαρίων. Ο ίδιος ο Tarantino ανέλαβε την εκστρατεία προώθησης του παραμελημένου από τη Miramax Hero του Κινέζου μετρ Yimou Zhang, που κατόρθωσε τελικά να παραμείνει για 2 εβδομάδες στο Νο.1 του Box Office –πρωτοφανές φαινόμενο για ξενόγλωσση ταινία- αποδίδοντας σε όσους –δεν- την πίστεψαν εισπράξεις 54 εκ. δολαρίων.


Παρά την υποψηφιότητά της για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, οι ιθύνοντες της Miramax δεν πίστεψαν στο Hero. Παρόμοια παραδείγματα αποδείκνυαν ότι τα μεγάλα studios δεν ήταν έτοιμα να στραβοκοιτάξουν προς την Ασιατική αγορά μικραίνοντας την πίτα των εγχώριων παραγωγών. Το 2002 η Disney προτίμησε να αγνοήσει την υποψηφιότητα για Όσκαρ κινουμένων σχεδίων του Spirited Away του οποίου τα δικαιώματα είχε αγοράσει, ρίχνοντας το φιλμ στις αίθουσες με ελάχιστη διαφήμιση προκειμένου να μην το κοντράρει με τα δικά της Lilo & Stitch και Treasure Planet που επίσης παίζονταν εκείνη την περίοδο. Τραγικό λάθος, μιας και μετά την τελική επικράτηση της Γιαπωνέζικης ταινίας στις προτιμήσεις της Ακαδημίας, η επαναπροβολή της απέφερε 10 εκ. δολάρια σε διάστημα 2 μόλις εβδομάδων. Παρόμοια τύχη επιφύλασσε η Miramax το 2001 στο Shaolin Soccer –πρώτο σε εισπράξεις στο Hong Kong- και το 2002 στο ομόεθνό του Internal Affairs –του οποίου το remake ανέλαβε ο πολύς Martin Scorsese.


Τα λάθη αυτά ανάγκασαν τις εταιρίες να βάλουν μυαλό, με αποτέλεσμα ολοένα και περισσότερα δικαιώματα να γίνονται αντικείμενο αγώνα δρόμου ανάμεσα στα studio, με το πεδίο βολής να εκτείνεται ανάμεσα στα είδη – Old Boy, 2046, Jasmine Women- αλλά τελικά να εστιάζεται στο επίπεδο του τρόμου. Αυτό που μπορούμε με βεβαιότητα να αναμένουμε είναι μια αδιάκοπη εισβολή από remake ταινιών τρόμου που επιτυγχάνουν εισπρακτικά στην αγορά της Ανατολής –και ιδίως της Ιαπωνίας-, μέχρις ότου παρουσιαστούν τα πρώτα σημάδια κόπωσης του κοινού. Μέχρι τότε, ολοένα και περισσότεροι σκηνοθέτες με δυσπρόφερτα ονόματα θα γίνονται γνωστοί, προσπαθώντας να εκμεταλλευτούν τη μοναδική χρονική συγκυρία, τρέφοντας ταυτόχρονα τον κύκλο που μόλις έχει ανοίξει. Και αν κρίνουμε από την παραγωγικότητα της κίτρινης φυλής πίσω από τις κάμερες, τα δυο του άκρα θα αργήσουν πολύ να συναντηθούν…

---------------------------------------------

Αν πιστεύετε ότι η ιστορία του Ασιατικού τρόμου έχει τις βάσεις της περίπου την εποχή που κυκλοφόρησε το πρώτο Ring και εκτείνεται ως τις πρόσφατες κυκλοφορίες του δεύτερου Battle Royale ή του sequel του The Eye, τότε το δεύτερο μέρος του αφιερώματός μας θα αποτελέσει μια καλή αρχή ώστε να αρχίσετε την αναθεώρηση. Γεγονός είναι ότι οι εκπρόσωποι του τρόμου εξ Ανατολής έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα πολυπράγμονες εδώ και δεκαετίες, χτίζοντας μια αυτοκρατορία βασισμένη στο αίμα και την ανατριχίλα που όχι μόνο δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από το σύνολο των Αμερικάνικων παραγωγών, αλλά συνάμα βρίθει από άκρως ενδιαφέρουσες ως και αλλόκοτες ιδέες τόσο σε σεναριακό όσο και σε εικαστικό επίπεδο. Σε αυτό το άγνωστο τοπίο των αμέτρητων τίτλων θα επιχειρήσουμε να σας μυήσουμε, ξεκινώντας το βηματισμό από τα πιο οικεία μονοπάτια και με τελικό προορισμό την ανακάλυψη κρυμμένων αριστουργημάτων ενός είδους που έστω και καθυστερημένα γνωρίζει την απήχηση που του αρμόζει.



1. AMERICAN PSYCHO
Οι Χολιγουντιανές αναπροσαρμογές Ανατολίτικων έργων τρόμου έχουν περάσει πλέον στη σφαίρα της μόδας, με τα studio να επιδίδονται σε ένα διαρκές κυνήγι δικαιωμάτων ιδίως μετά τις εισπρακτικές επιτυχίες των πρώτων εγχειρημάτων. Έχοντας κατακτήσει ήδη την εγχώρια αναγνωρισιμότητα, οι ακόλουθοι τίτλοι απέκτησαν ή πρόκειται να αποκτήσουν στο εγγύς μέλλον και αγγλικούς διαλόγους.

Ringu (The Ring, 1998) του Hideo Nakata. Η ιστορία της στοιχειωμένης βιντεοκασέτας που ξεκίνησε την καριέρα της στις Ιαπωνικές αίθουσες στις 31 Ιανουαρίου του 1998 για να κατακτήσει το Hollywood, εκκινώντας παράλληλα το κύμα της σύγχρονης J-Μανίας. Βασισμένη σε βιβλίο του Koji Suzuki εκδόσεως 1990, γυρίστηκε πρωτίστως για την τηλεόραση όπου και προβλήθηκε στις αρχές του 1995. Η απήχηση ήταν τόσο μεγάλη, που η κινηματογραφική της μεταφορά, έστω και με το πενιχρό budget των 1,2 εκ. δολαρίων κρίθηκε επιβεβλημένη. Η συνέχεια γνωστή: Θραύση στα ταμεία της Ανατολής (πρωτιά εισπράξεων σε Ιαπωνία, Χονγκ Κονγκ, Σιγκαπούρη), βραβεύσεις σε διεθνή φεστιβάλ (Βρυξέλλες, Τορόντο), κατάκτηση της Δύσης, επιτυχημένο remake από τον Gore Verbinski το 2002 με πρωταγωνίστρια τη Naomi Watts καθώς και αμερικάνικη συνέχεια με σκηνοθέτη τον ίδιο τον Nakata. Ταυτόχρονα η Sadako εδραίωσε το μύθο της με δύο sequel (το ένα επίσημο), ένα prequel και μια Κορεάτικη διασκευή. Περισσότερα στο κεφάλαιο του αφιερώματος με τίτλο ‘The Fellowship of the Ring’.

Ju-On (The Grudge, 2003) του Takashi Shimizu. Η περιπλανώμενη κατάρα που πηγάζει από θύματα οργής, ενθουσίασε τόσο τον Sam Raimi που έσπευσε να οικειοποιηθεί τα δικαιώματα του Γιαπωνέζικου πρωτοτύπου για λογαριασμό της Sony. Ένα χρόνο αργότερα, ο ίδιος ο Shimizu βρισκόταν πίσω από την κάμερα για την αμερικάνικη έκδοση και η Sarah Michelle Gellar στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Διόλου άδικα, μιας και το άκρως ανατριχιαστικό και υποβλητικό Ju-On διέθετε όλα τα απαραίτητα στοιχεία ώστε να εξαπλώσει με επιτυχία τη φήμη του στην αντίπερα όχθη του Ειρηνικού. Από τους καλύτερους εκπροσώπους του J-Horror.



Dark Water (Honogurai mizu no soko kara, 2002) του Hideo Nakata. Λιγότερα άμεσο αλλά πολύ πιο σκοτεινό και υποτονικό από το Ringu, εξιστορεί την αναζήτηση ενός εξαφανισμένου κοριτσιού στου οποίου το διαμέρισμα μετακομίζει μια μητέρα με την κόρη της. Έπεται remake με παραγωγό τον Robert De Niro, σκηνοθέτη τον Walter Salles και πρωταγωνίστρια την Jennifer Connelly.



A Tale of Two Sisters (Janghwa, Hongryeon, 2003) του Ji-woon Kim. Το καλύτερο δείγμα Νοτιοκορεάτικου τρόμου, βασισμένο σε έναν παλιό εγχώριο μύθο, παρουσιάζει την ιστορία δύο κοριτσιών που επιστρέφουν σπίτι μετά από μια μακρά αναρρωτική περίοδο εξαιτίας μιας αδιευκρίνιστης ασθένειας, οπότε και έρχονται αντιμέτωπες με το κακόβουλο θυμικό της αινιγματικής μητριάς τους. Απλωμένα κομμάτια ενός παζλ σε ένα παιχνίδι ανάμεσα στην πλάνη και την πραγματικότητα, έντονα στοιχεία παραφυσικού, δυνατές στιγμές-σοκ και νευρωτικός ψυχολογικός τρόμος από μια στοιχειωτική ταινία που στέκει επάξια πλάι στα κορυφαία δημιουργήματα των Ιαπωνικών ομολόγων της. Μετριότατο αμερικάνικο remake –με πολλές αλλαγές στο σενάριο- κυκλοφόρησε το 2004 σε σκηνοθεσία Van Elder, ενώ φήμες θέλουν την DreamWorks πίσω από μια νέα απόπειρα.

Don`t Look Up (Joyu-Rei, 1996) του Hideo Nakata. Κινηματογραφικό studio στοιχειώνεται από το πνεύμα μιας νεκρής ηθοποιού σε ακόμη ένα τυπικό δείγμα ghost-story από τον Nakata, του οποίου τα δικαιώματα πρόσφατα απέκτησε το Hollywood.

Chaos (Kaosu, 1999) του Hideo Nakata. Ίσως η καλύτερη δημιουργία του υπερδραστήριου Ιάπωνα σκηνοθέτη, ένα θρίλερ Χιτσκοκικών διαστάσεων που παίζει με το χρόνο στα πρότυπα του Memento προς χάριν του σασπένς. Η σκηνοθετημένη απαγωγή μιας αινιγματικής γυναίκας αποδεικνύεται απλά η λεπτομέρεια ενός πολυπλοκότερου σχεδίου, που φέρνει τον απαγωγό στη θέση του καταδιωκόμενου. Μοιχεία, προδοσία και διαρκείς ανατροπές τα κεντρικά στοιχεία του βασισμένου στο βιβλίο του Shogu Utano σεναρίου στο οποίο η ταινία οφείλει σημαντικό μερίδιο της εξέχουσας υπόστασής της, ενώ η ατμοσφαιρικότητα και η εξαιρετική φωτογραφία ανταποκρίνονται στα υψηλά στάνταρ κάθε δημιουργίας του Nakata. Η αμερικάνικη version του Jonathan Glazer με τους De Niro και Benicio Del Toro βρίσκεται ήδη στο τελικό στάδιο παραγωγής.



The Eye (Jian Gui, 2002) των αδελφών Pang. Μια εγχείρηση κερατοειδούς προσφέρει σε μια γυναίκα την ικανότητα να βλέπει πνεύματα σε αυτό το θρίλερ-έκπληξη των Ταϊλανδών σκηνοθετών – δημιουργών και του διάσημου Bangkok Dangerous. Γεμάτο ένταση, ρυθμό και ικανοποιητικές δόσεις τρόμου, γνώρισε παγκόσμια επιτυχία και ακολουθήθηκε από ένα επίσης επιτυχημένο sequel. Το remake βρίσκεται ήδη στα σκαριά από την εταιρία του Tom Cruise, Cruise/Wagner Productions ενώ οι τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν ότι στην σκηνοθετική καρέκλα θα καθίσει ο Hideo Nakata. Δεν τον αφήνουν σε ησυχία τον άνθρωπο...



Kansen (Infection, 2004) του Masayuki Ochiai. Ιατρικό λάθος προκαλεί το θάνατο ενός ασθενή, ενώ σχεδόν ταυτόχρονα η εξάπλωση ενός θανάσιμου ιού σπέρνει τον πανικό στο νοσοκομείο. Αποσύνθεση εσωτερικών οργάνων και μπόλικο gore, σύντομα και στα αγγλικά.

Yogen (Prophecy, 2004) του Norio Tsuruta. Προφητικό δημοσίευμα σε εφημερίδα προαναγγέλλει αυτοκινητιστικό δυστύχημα με θύμα νεαρή κοπέλα, φέρνοντας τον πατέρα στα όρια της τρέλας. Χρόνος και χώρος αναλύονται ως νοητικές αυταπάτες στο βασισμένο σε manga κόμικ φιλμ από το σκηνοθέτη του Ringu 0, που δανειζόμενο στοιχεία από την Έκτη Αίσθηση υπόσχεται ανατριχίλες και έντονες συναισθηματικές στιγμές.

Pulse (Kairo, 2001) του Kiyoshi Kurosawa. Πνεύματα που εμφανίζονται ακόμη και μέσω… Internet καθώς το Τόκυο μαστίζεται από διαδοχικές αυτοκτονίες σε ένα από τα πιο συγκλονιστικά θρίλερ των τελευταίων ετών, του οποίου ο εμπορικός και –κυρίως- ο καλλιτεχνικός θρίαμβος παρακίνησε τον πολύ Wes Craven στην απόκτηση των δικαιωμάτων για ένα remake. Ο προβληματισμός γύρω από την ύπαρξη μεταθανάτιας ζωής σκουραίνει ακόμη περισσότερο το ήδη δυσβάσταχτα μουντό σκηνικό απώλειας, που διανθίζεται με αιφνιδιαστικά τρομάγματα, εξαίσια φωτογραφία και μια σεναριακή γραμμή γεμάτη αινίγματα.



2. THE FELLOWSHIP OF THE RING

Το Ringu άνοιξε διάπλατα τις πύλες της αναγνώρισης και της εμπορικής καταξίωσης στο Ασιατικό σινεμά τρόμου. Ταυτόχρονα όμως δημιούργησε έναν –υπερβολικό- μύθο γύρω από το όνομά του, σε σημείο να θεωρείται από πολλούς η κορωνίδα ή -ακόμη χειρότερα- το πρώτο αξιόλογο φιλμ του Ανατολίτικου horror genre. Στάθηκε τυφλοσούρτης για ένα σύγχρονο κύμα τρόμου που εξαπλώθηκε αρχικά στην εγχώρια και στη συνέχεια την αμερικάνικη αγορά, ενώ έγινε αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης από το Hollywood με δύο remake και τη χρήση της θεματικής του σε παρωδίες τρόμου (βλ. Scary Movie 3).

Ήδη από τους πρώτους μήνες κυκλοφορίας του, οι υστερικές διαστάσεις λατρείας στην Ιαπωνία δημιούργησαν την επιτακτική ανάγκη συνέχισης και εδραίωσης του μύθου της Sadako, γεννώντας δύο επίσημες παραγωγές: Το αρκετά ικανοποιητικό Ringu 2 σκηνοθεσίας Hideo Nakata, που αν και δεν απογοήτευσε τους fans υστερεί εμφανώς του πρωτότυπου, και το μετριότατο prequel Ring 0: Birthday (Ringu 0: Baasudei) του Norio Tsuruta, το οποίο θυμίζει περισσότερο δραματική αυτοβιογραφία παρά ταινία τρόμου.
Άμεσες απόρροιες του Ringu ωστόσο αποτέλεσαν άλλες δύο σχετικά άγνωστες στο ευρύ κοινό ταινίες στις οποίες αξίζει να ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά.

The Ring Virus (2000) του Dong-bin Kim. Κορεάτικη διασκευή του Ringu με κάποιες ενδιαφέρουσες αλλαγές χαρακτήρων και πιο mainstream προσέγγιση –περισσότερο χρώμα και γρηγορότερους ρυθμούς- με αναμενόμενες απώλειες από την ατμοσφαιρικότητα και την Ανατολίτικη υφή του πρωτότυπου. Πιο κοντά στα πρότυπα μιας Χολιγουντιανής παραγωγής και με πλουσιότερο budget από τον πρόγονό της, παρακολουθείται μεν ευχάριστα, στιγματίζεται όμως από τον εφηβικό χαρακτήρα της και την έλλειψη των ελιτίστικων, καλλιτεχνικών πινελιών του Ringu.

The Spiral (Rasen, 1998) του Joji Iida. Το άμεσο sequel του Ringu –κυκλοφόρησε μερικούς μήνες αργότερα- και μάλλον η πιστότερη συνέχεια στην ιστορία της καταραμένης βιντεοκασέτας όπως αυτή καταγράφεται στο δεύτερο βιβλίο της μυθολογίας. Το σενάριο ακολουθεί τα τελικά δεδομένα του Ringu, με την αυτοψία του τελευταίου θύματος να αποκαλύπτει ένα κρυμμένο μήνυμα που οδηγεί τον παθολόγο στην αναζήτηση της λύσης του μυστηρίου. Οι ορθολογιστικές απαντήσεις που προσπαθεί να προσδώσει στον παραφυσικό μύθο –η κατάρα μεταφέρεται μέσω του ιού της ευλογιάς ενώ τμήμα της λύσης φέρει και το DNA της Sadako- απογοήτευσαν τους φαν που δεν επιφύλαξαν καλή υποδοχή στην ταινία του Iida στα ταμεία. Το παραφυσικό παραμερίζεται άκομψα, ψήγματα τρόμου αιωρούνται διάσπαρτα μόνο για να δικαιολογήσουν τις καταβολές, ο ρυθμός είναι απελπιστικά αργός ενώ οι λύσεις που προσφέρονται μοιάζουν να κοροϊδεύουν τη φιλοσοφία του Ringu, στοιχεία αρκετά ώστε να βουλιάξουν το φιλμ στην ανυποληψία και να το κατατάξουν στην ιστορία ως το μαύρο πρόβατο της μυθολογίας. Παρ’ όλ’ αυτά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι προσφέρει μια ενδιαφέρουσα οπτική γωνία λογικής στον –ας μην τρέφουμε αυταπάτες- παραλογισμό της βιντεομεταδιδόμενης κατάρας, ενώ δεν της λείπουν οι όμορφες δημιουργικές στιγμές, ασχέτως αν τελικά μάλλον αυτοπροσδιορίζεται ως ένα σκοτεινό δράμα παρά ως θρίλερ του παραφυσικού.


3. FAME STORY
Ανάμεσα στους τίτλους που κατακλύζουν την αγορά της Ανατολικής Ασίας, υπάρχουν κάποιοι που ήδη χαίρουν το σεβασμό και την αναγνώριση των ντόπιων οπαδών του είδους ενώ με σταθερούς ρυθμούς εκτείνουν τη φήμη τους και εκτός συνόρων. Εκτός αυτών που αναφέρθηκαν στο πρώτο κεφάλαιο του αφιερώματος, και οι ακόλουθοι ξεχωρίζουν για το αξιοσημείωτο ειδικό τους βάρος.

Audition (Odishan, 1999) του Takashi Miike. Ευφάνταστο σενάριο, υποβλητικοί ρυθμοί και καθηλωτικό φινάλε κέρδισαν κοινό και κριτικούς στο φεστιβάλ του Βανκούβερ απ’ όπου εξαπλώθηκε η φήμη του καλύτερου δείγματος δουλειάς ενός από τους γκουρού του Ιαπωνικού τρόμου. Το μυστηριώδες παρελθόν μιας λευκοντυμένης μπαλαρίνας –πόθου ενός τηλεοπτικού παραγωγού- μετατρέπεται σε αφορμή για μια σεναριακή ενδοσκόπηση στις διαφυλετικές σχέσεις, μα πρωτίστως δίνει το κατάλληλο υλικό σε μια ιδανική εξισορρόπηση ανάμεσα στο μυστήριο και τον τρόμο που κόβει την ανάσα - ιδίως στο τελείωμά της. Μεθοδική ανάπτυξη και ευρηματική εικονογράφηση, τα στοιχεία του Miike που πιστοποιούν έναν δεξιοτέχνη κινηματογραφιστή. Αδύνατον να σας αφήσει αδιάφορους.


Battle Royale (2000) του Kinji Fukasaku. Στην Ιαπωνία του μέλλοντος η έξαρση της εφηβικής εγκληματικότητας πατάσσεται με την εφαρμογή του νόμου BR, που επιβάλλει την αλληλοεξόντωση σε 42 επιλεγμένους μαθητές επάνω σε ένα ερημονήσι. Σκληρό reality με έπαθλο το δικαίωμα του ζην, που κινδύνεψε με απαγόρευση προβολής λόγω πολιτικών αντιδράσεων περί υποκίνησης βίας και διασάλευσης της έννομης τάξης και τελικά διεσώθη με την ένδειξη “Ακατάλληλο για θεατές κάτω των 15”. Με βασικό ατού το αμοραλιστικό μα ταυτόχρονα και χιουμοριστικό σενάριο και λιγότερο τις σκηνές βίας που αποτυπώνει, γνώρισε θριαμβευτική υποδοχή παγκοσμίως με αποτέλεσμα ένα κατώτερης ποιότητας sequel, είναι ωστόσο δυσοίωνες οι προοπτικές ενός remake εξ’ αιτίας του δυσβάσταχτου για τα δυτικά στομάχια θέματος που πραγματεύεται.


Ichi the Killer (Koroshiya 1, 2001) του Takashi Miike. Προβλήθηκε –όχι άδικα- στην κατηγορία Μεταμεσονύκτιας Παράνοιας του φεστιβάλ του Τορόντο εισπράττοντας την cult φήμη μιας από τις πιο αρρωστημένα βίαιες δημιουργίες όλων των εποχών. Ήρωας βγαλμένος από το υστερικό manga κόμικ “Koroshiya 1” του Hideo Yamamoto, το πρωτοπαλίκαρο μιας γκανγκστερικής οργάνωσης αναζητά τον μυστηριωδώς εξαφανισμένο αρχηγό της επιδιδόμενος σε μια σειρά απερίγραπτων μεθόδων ανάκρισης και τιμωρίας. Αν ακόμη θυμόσαστε το κομμένο αυτί του Reservoir Dogs με φρίκη, δεν έχετε πιθανότητα να επιβιώσετε αυτής της ταινίας χωρίς μόνιμες ψυχολογικές επιπτώσεις. Φροντίζει γι’ αυτό ο Miike με μια ενορχήστρωση αίματος και σκληρότητας που αντανακλά και σε σεξουαλικό επίπεδο, ξεπερνώντας κατά πολύ τα όρια της ευπρέπειας. Κυκλοφόρησε σε πολλές χώρες με περικοπές, αλλά ακόμη και η πιο clean έκδοσή της θα σας κάνει να μισήσετε τον εαυτό σας αν αντιληφθείτε ότι διασκεδάζει.


Cure (Kyua, 1997) του Kiyoshi Kurosawa. Ένας serial killer χωρίς μνήμη και ταυτότητα μα με την ικανότητα να εισβάλλει στο υποσυνείδητο των άλλων ξυπνώντας τα καταπιεσμένα δολοφονικά ένστικτά τους, έγινε η αιτία να πέσουν τα πρώτα φώτα δημοσιότητας επάνω στον Ιάπωνα σκηνοθέτη. Μια δουλειά ώριμη και εικαστικά άρτια, ένα αποτέλεσμα ανατριχιαστικό ανάμεσα στη Σιωπή των Αμνών και το επεισόδιο Pusher των X-Files, ένα σπουδαίο κράμα J-Horror Cinema και αστυνομικού θρίλερ.

Versus (2000) του Ryuhei Kitamura. Τρελό σενάριο με φόντο 666 πύλες της Κολάσεως, δύο βαρυποινίτες δραπέτες και μια συμμορία γκάνγκστερ, που καταλήγει σε πανηγύρι πολεμικών τεχνών αλά Τίγρης και Δράκος με ζόμπι και βαμπίρ, δράση, χιούμορ και βία, μα κυρίως γενναίες δόσεις gore στα επίπεδα του Braindead του Peter Jackson. Πανσπερμία ειδών, καταιγιστικός ρυθμός, εξασφαλισμένος χαβαλές για γερές κράσεις.

Entrails Of A Virgin (Shojo no harawata, 1986) του Kazou –Gaira- Komizu. Κλασικό splatter εξ Ιαπωνίας με άφθονες δόσεις gore και πρωταγωνιστή ένα τέρας που καραδοκεί στα βάθη ενός ομιχλώδους δάσους. Τρόμος και μόνο τρόμος, υποτυπώδης σεναριακή πλοκή στα πρότυπα του Παρασκευή και 13 μα με αφθονότερες δόσεις εικόνων-σοκ σε μια ταινία που γνώρισε τόση επιτυχία, ώστε να ακολουθηθεί από το Entrails of a Beautiful Woman ιδίας φιλοσοφίας αλλά μικρότερης απήχησης.

Bio Zombie (1998) του Wilson Yip. Γέλιο μέχρι δακρύων με καταγωγή το Χονγκ Κονγκ σε αυτή την κωμωδία τρόμου που έκανε εγχώρια θραύση και κερδίζει έδαφος στα βίντεο κλαμπ παγκοσμίως. Ένα όπλο - μετατροπέας ζόμπι δίνει την αφορμή για γερές δόσεις γραφικού splatter, σωματικών υγρών και απερίγραπτων καταστάσεων με στόχο την κανιβαλίστικη πλάκα. Θα μπορούσε να είναι μια παραγωγή της Troma Pictures (Tromeo & Juliet, The Toxic Avenger), ποντάρει ωστόσο στις Ανατολίτικες καταβολές της.

Tetsuo: The Iron Man (Tetsuo, 1989) του Shinya Tsukamoto. Γυρισμένο με ελάχιστο budget σε ασπρόμαυρο φιλμ 16 χιλιοστών, αυτό το σχεδόν ωριαίο πόνημα αποτελεί μια από τις πιο cult δημιουργίες του Γιαπωνέζικου σινεμά του παραλόγου. Ένας εφιάλτης που προσεγγίζει αισθητικά το Eraserhead του Lynch και διατρέχεται από τη λογική της Μύγας του David Cronenberg, ξεδιπλώνεται όταν το σώμα ενός υπαλληλάκου αρχίζει να παίρνει σταδιακά μεταλλική μορφή. Στην ιδιόρρυθμη αυτή ιστορία όπου ρόλο κλειδί κρατά ένας φετιχιστής μεταλλικών αντικειμένων –εμφανείς οι ομοιότητες με το Crash του Cronenberg-, ο παραλογισμός κορυφώνεται μέσα από αλλόκοτα οράματα, εφιαλτικές σεξουαλικές φαντασιώσεις και βιομηχανοποιημένη ατμόσφαιρα, προσφέροντας ένα αλησμόνητο, στοιχειωτικό τελικό αποτέλεσμα. Η επιτυχία του οδήγησε στη δημιουργία ενός sequel/remake με μεγαλύτερο budget, καλύτερα οπτικά εφέ και τίτλο Tetsuo II: Body Hammer.


Whispering Corridors (Yeogo Goedam, 1998) του Ki-Hyung Park. Εντυπωσιακό ψυχολογικό θρίλερ μυστηρίου και φαντασμάτων από τη Νότιο Κορέα, διαδραματιζόμενο σε ένα σχολείο θηλέων που στοιχειώνεται από το πνεύμα μιας νεκρής μαθήτριας. Εκτός της άρτιας ενορχηστρωμένης σκοτεινής ατμόσφαιρας και των δυνατών στιγμών αγωνίας, η αίσθηση τρομοκρατίας οξύνεται μέσω των απίστευτων μεθόδων ψυχολογικής βίας που ασκείται στους μαθητές από το διδακτικό προσωπικό, γεγονός που κινητοποίησε την εγχώρια λογοκρισία ευτυχώς χωρίς αποτέλεσμα. Με ελάχιστες αιματηρές στιγμές –ιδίως προς το φινάλε-, η ταινία πόνταρε στους αργούς, καθηλωτικούς ρυθμούς, την ανατριχιαστική εικονογράφηση και το καλοδουλεμένο σενάριο, κερδίζοντας στα ταμεία το δικαίωμα ενός sequel που τιτλοφορήθηκε Yeogo Goedam II: Memento Mori.

-----------------------------------------------------

Αφού ξεμπερδέψαμε με τα βαριά χαρτιά που σέρνουν το χορό της αγοράς του Ασιατικού horror cinema, φουσκώνουμε ρυθμικά τα μπρατσάκια μας για τη βουτιά στα βαθιά. Η πιο ενδιαφέρουσα –και αγαπημένη- στιγμή του αφιερώματος βρίσκεται στις παρακάτω γραμμές, όπου ξετρυπώνουμε για σας τα πιο αξιόλογα δείγματα μιας σχετικά άγνωστης φιλμογραφίας, την οποία και βαφτίσαμε με τον καθομολογουμένως εμπνευσμένο τίτλο…


Τρώγοντας έρχεται η όρεξη λένε ακόμα στα χωριά, μιας και ως γνωστόν στην πόλη χοληστερίνη, ζάχαρο και παχυσαρκία έχουν σβήσει από την καθημερινή φρασεολογία την παραπάνω σοφή διαπίστωση. Έτσι, αν μετά την αλφαβήτα του δεύτερου μέρους του αφιερώματος θεωρείτε τους εαυτούς σας έτοιμους να σχηματίσουν τις πρώτες τους προτάσεις, βασιστείτε για αρχή στις ακόλουθες αγαπημένες μας προτιμήσεις:

Uzumaki (2000) του Higuchinsky. Βασισμένο σε manga κόμικ, ένα συναισθηματικά έντονο θρίλερ μυστηρίου που περιβάλλει το ακατανόητο σενάριό του με στιγμές οπτικής ιδιοφυίας. Πολλά αναπάντητα ερωτήματα σε μια συχνά ακαταλαβίστικη θέαση όπου τον πρωταγωνιστικό ρόλο κρατούν πάσης φύσεως σπιράλ σχήματα, δείγμα ενός σινεμά που δεν προσφέρεται για ερμηνείες αλλά μόνο προς οπτική απόλαυση. Ανεπανάληπτα υποβλητικό, σημείο αναφοράς για πολλές μεταγενέστερες δημιουργίες μυστηριακής φιλοσοφίας.


Kwaidan (1964) του Masaki Kobayashi. Τέσσερις μικρού μήκους ιστορίες φαντασμάτων της παλιάς Ιαπωνικής σχολής, ανατριχιαστικές, βαθυστόχαστες, σχεδόν ονειρικές, σε μια έντονα συναισθηματική σύνθεση. Διακρίνονται δεσμοί συνάφειας με τα Όνειρα του Akira Kurosawa, καθώς παράλληλα με το παραφυσικό στοχάζεται γύρω από τις διαφυλετικές σχέσεις, την απόδοση δικαιοσύνης, το ρου του χρόνου. Δεσπόζει, η ιστορία ενός τυφλού μουσικού που βυθισμένος στην αναπόληση μιας ναυμαχίας καταδιώκεται από τα πνεύματα των νεκρών της. Προτάθηκε για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (1966), ενώ απέσπασε το ειδικό βραβείο της επιτροπής στις Κάννες ένα χρόνο νωρίτερα.

Suicide Club ή Suicide Circle (Jisatsu Sakuru, 2002) του Shion Sono. Σοκ από τα αποδυτήρια: 54 νεαρές μαθήτριες πηδούν στις ράγες ενός σιδηροδρομικού σταθμού και το επερχόμενο τρένο λούζει τους έντρομους παρευρισκομένους στο αίμα, διασκορπώντας παιδικά μέλη προς όλες τις κατευθύνσεις. Την ίδια στιγμή ένας άγνωστος άντρας αφήνει μια λευκή τσάντα στην αποβάθρα, ενώ –προσδίδοντας σχεδόν ειρωνικές διαστάσεις στο γεγονός- οι τηλεοράσεις της πόλης μεταδίδουν ακατάπαυστα το τελευταίο video του υπέρ-επιτυχημένου girl-band Dessret. Σκληρή κριτική της κενής ιδανικών και προτύπων σύγχρονης κοινωνίας, της τεχνολογικής ακμής και της μαζικής επιρροής των media προς όφελος της στυγνής εμπορευματοποίησης, σε μια άκρως ενοχλητική και πεσιμιστική ταινία, που διανθισμένη από την ωμή απεικόνιση μιας σειράς αυτοκτονιών παντρεύει επιτυχώς το αστυνομικό θρίλερ με το σινεμά του τρόμου. Χωρίς την καθησυχαστική ασφάλεια του παραφυσικού στοιχείου και με άκρως υποβλητικά επίπεδα αισθητικής και εξιστόρησης, το Suicide Circle κατορθώνει να προκαλέσει ρίγη ακόμη και στις απλούστερες γραμμές αφήγησής του, αφήνοντας Ringu και Ju-On να παρακολουθούν από απόσταση.


Full Metal Yakuza (Full Metal Gokudô, 1997) του Takashi Miike. Γκροτέσκα, βίαιη, μαύρη κωμωδία γύρω από έναν αποτυχημένο γκάνγκστερ που επιστρέφει ως… cyborg για να εκδικηθεί τους εχθρούς του, σε μια από τις καλύτερες στιγμές του ιδιοφυώς παρανοϊκού Ιάπωνα σκηνοθέτη. Οι εξοικειωμένοι με το έργο του Miike θα διακρίνουν εδώ μια πιο πιστή στη λογική εξιστόρηση παρά τις εμφανείς σεναριακές αυθαιρεσίες, από την οποία δεν απουσιάζουν φυσικά οι gore σκηνές ακραίας βίας, οι φρενήρεις ρυθμοί και το ακατάπαυστο πιστολίδι. Ο νεωτερισμός έγκειται στις άφθονες κωμικές πινελιές με τις οποίες ο Miike σπιλώνει το χαρακτήρα του αντιήρωά του αλαφραίνοντας τους τόνους μεταξύ των σκληρών σκηνών, σε μια αλλόκοτη μίξη Robocop, Big Lebowski και Frankenstein. Ένα αριστούργημα, σίγουρα απρόσιτο σε όλα τα γούστα.


Oldboy (2003), του Chan-Wook Park. Σε ένα εφιαλτικό μέλλον όπου η δικαστική εξουσία έχει υποταχθεί στο χρήμα, ένας επιχειρηματίας δραπετεύει μετά από 15 χρόνια άδικου εγκλεισμού για τη δολοφονία της γυναίκας του. Η πορεία αναζήτησης του υπαίτιου της φυλάκισής του καθώς και της εξαφανισμένης κόρης του μέχρι το αιφνιδιαστικά αποκαλυπτικό φινάλε, θα σημαδευτεί από μια σειρά υπερβίαιων επεισοδίων ικανά να γεμίσουν έναν μεγάλου μεγέθους κουβά με αίμα – με αποκορύφωμα μια ακραία εκδοχή του οδοντιατρικού βασανισμού άνευ αναισθησίας του Marathon Man. “Is it safe?” Σίγουρα ναι, αν προϋπάρχει ιστορικό εξοικείωσης με το φιλμικό είδος. Με ενδιαφέρουσες προσθήκες την Καφκική ατμόσφαιρα και το άφθονο μαύρο χιούμορ, το OldBoy μοιάζει με οδηγό για αρχάριους στο ακραίο Ασιατικό σινεμά, με αμέτρητους αστερίσκους αναφοράς στο Ichi the Killer και τον Kitano. Τίποτα από αυτά όμως δεν μειώνει την αξία του: Άψογα στιλιζαρισμένο, δουλεμένο στην εντέλεια σκηνοθετικά και αφηγηματικά, πλάθει ένα σκοτεινό, βίαιο και έξυπνο –τύπου road movie- φιλμ που κερδίζει καρέ καρέ το σεβασμό.


Tales Of The Unusual (Yo nimo kimyo na monogatari, 2000). Αριστουργηματική ανθολογία τεσσάρων πανέξυπνων μικρού μήκους ταινιών με στοιχεία από το θρίλερ ως τον ερωτισμό, που επιβάλλεται να ανακαλύψετε: Σκάκι, του Mamoru Hosi: Απίστευτη ιστορία παρτίδας σκακιού με αληθινούς ανθρώπους για πιόνια. Αυτό θα πει, έδωσαν τον εαυτό τους για τη νίκη… Μια Χιονισμένη Νύχτα, του Masayuki Ochiai: Διασωθέντες αεροπορικού δυστυχήματος σκοτώνουν εξ αμελείας ένα τραυματισμένο κοριτσάκι, το πνεύμα του οποίου τους εξοντώνει έναν προς έναν. Τυπικό γιαπωνέζικο ghost story με ολίγον από Blair Witch Project. Διαολεμένα ατμοσφαιρικό. Το Κινητό του Σαμουράι, του Masayuki Suzuki: Σαμουράι του 17ου αιώνα επικοινωνεί μέσω κινητού τηλεφώνου με έναν ιστορικό του μέλλοντος, ο οποίος ζητά πληροφορίες για μια επικείμενη επιδρομή. Πού το βρίσκετε το παράλογο; Προσομοίωση Γάμου του Hisao Ogura. Εταιρία προσφέρει virtual αναπαράσταση των γαμήλιων συνθηκών ενός νέου ζευγαριού με βάση στοιχεία από το DNA του. Σουρεάλ, hi-tech ρομαντζάδα.


Korei ή Kourei (Séance, 1999) του Kiyoshi Kurosawa. Ασθενώς βασισμένο στο βρετανικό μυθιστόρημα Séance on a Wet Afternoon, το αρχικά προορισμένο για την τηλεόραση φιλμ του Ιάπωνα σκηνοθέτη ακολουθεί την παράδοση του μελαγχολικού Cure και του μακάβριου Kairo σε ένα δείγμα μαεστρικής σκηνοθεσίας. Ένα μικρό κορίτσι κατορθώνει να ξεγλιστρήσει από τα χέρια του απαγωγέα του, για να βρεθεί κατά λάθος φυλακισμένο στο εσωτερικό ενός μπαούλου στην αποθήκη ενός επιτυχημένου ηχολήπτη και μιας μέντιουμ. Κακοί χειρισμοί οδηγούν τελικά στο θάνατό του και όπως είναι απόλυτα φυσικό για Ιαπωνική ταινία τρόμου, θα επιστρέψει από τον κόσμο των νεκρών για να τους καταδιώξει. Δανειζόμενο αρκετά στοιχεία από το Ringu –πολλές λήψεις του κοριτσιού θυμίζουν έντονα τη Sadako-, το λειψό σε gore αλλά πλούσιο σε γνήσιο τρόμο Kourei αποτελεί ένα από τα καλύτερα δείγματα σινεμά αγωνίας των τελευταίων ετών. Άκρως ατμοσφαιρική εικονογράφηση, εξονυχιστική ανάπτυξη χαρακτήρων και μια ανατριχιαστική διείσδυση στην παράνοια οδήγησαν στη βράβευσή του στις Κάννες με το βραβείο FIPRESCI το 2001.

Gemini (Sôseiji, 1999) του Shinya Tsukamoto. Επιτυχημένος χειρουργός φτάνει στα όρια της καταστροφής καταδιωκόμενος από έναν ψυχοπαθή σωσία που προσπαθεί να οικειοποιηθεί τη ζωή του. Σειρά ανατροπών και ψυχοβγαλτική ατμόσφαιρα από το δημιουργό του Tetsuo, σε ένα άκρως εντυπωσιακό και άκρως διεστραμμένο θρίλερ που κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο σκοτεινός αδερφός του Face/Off.

EM-Embalming ή Embalming (Enbamingu, 1999) του Shinji Aoyama. Περίεργος συνδυασμός σάτιρας των παραφυσικών θρίλερ και σκληρού gore, αυτή η πιστή στην παράδοση του J-Horror αλά Ringu ταινία εγείρει παράλληλα με την αιματηρή αφήγησή της το θρησκευτικό ζήτημα - ταμπού του σεβασμού των νεκρών. Η κατάθεσή της κρίνεται μάλλον ιδιαίτερα ιερόσυλη, μιας και επιλέγει να εικονογραφήσει άκρως ενοχλητικές σκηνές βεβήλωσης πτωμάτων, με φόντο τον πρωταγωνιστικό ρόλο μιας ταριχεύτριας και μιας επιτηδευμένα περιπλεγμένης ιστορίας διαλεύκανσης ενός φόνου. Αν και σε αρκετά της σημεία μοιάζει να επιδιώκει ένα είδους φιλοσοφικό διάλογο με το κοινό, δεν παραγκωνίζει την ανάπτυξη του έξυπνου σεναρίου της, την απεικόνιση ακραίων σκηνών gore και την επιβολή μιας γοτθικής αισθητικής που οριοθετούν μια ευφυέστατη μα ταυτόχρονα και ενοχλητική ταινία.


Αισθάνεστε ακόμη ανικανοποίητοι; Σας άνοιξε τόσο η όρεξη που αδιαφορείτε αν κινδυνεύετε να κληρονομήσετε μια αηδιαστική J-σαπιοκοιλιά; Σας μετέδωσε ο Miike κάποιο ανάρμοστο φετίχ για σχιστά μάτια, μπανιέρες με αίμα και απόκοσμες κραυγές; Τότε δεν έχετε παρά να επιλέξετε από την αγαπημένη σας κατηγορία, όποια πρόταση σας φαίνεται πιο δελεαστική:

1.VISITORS

Lovesick Dead (Shibito no koiwazurai, 2001) του Kazuyuki Shibuya. Πανέμορφη, ατμοσφαιρική σχολική ταινία φαντασμάτων με υπέροχα σκηνοθετικά ευρήματα και υψηλού επιπέδου εικονογράφηση παρά το περιορισμένο της budget, η βασισμένη σε manga κόμικ Ιαπωνική δημιουργία παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με το Uzumaki -αν και διαθέτει αρκετά πιο κατανοητό σενάριο-, ενώ στέκεται επάξια πλάι στα στιλιστικά όμοιά του Ju-On και A Tale Of Two Sisters. Με μοναδικό μελανό σημείο ένα νευρικό και άκομψο φινάλε, η ιστορία της ορφανής από πατέρα Fukada και του απρόσωπου άντρα που επισκέπτεται κάθε βράδυ τους εφιάλτες της, αποτελεί ένα πολύ καλό δείγμα της Ιαπωνικής βιομηχανίας τρόμου.

Nang Nak (1999) του Nonzee Nimibutr. Στρατιώτης επιστρέφει τραυματισμένος από το μέτωπο στην αγκαλιά της γυναίκας του, αγνοώντας ότι τόσο εκείνη όσο και το νεογέννητο παιδί του έχουν πεθάνει κατά τη διάρκεια της γέννας. Με βάσεις σε έναν παλιό Ταϊλανδέζικο μύθο που χαίρει αποδοχής ως αληθινή ιστορία στη χώρα του, η πανέμορφη οπτικά και πλούσια συναισθηματικά ταινία του Nimibutr κατόρθωσε να ξεπεράσει σε εισπράξεις τον Τιτανικό στο εγχώριο box office. Παρά το ότι διαθέτει κάποιες γνήσιες στιγμές τρόμου και πρόκλησης σοκ, λογίζεται περισσότερο ως ρομαντικό δράμα παρά ως ghost story – με την επικρατούσα έννοια του όρου.


Phone (2002) του Ahn Byeong-ki. Μια ρεπόρτερ προσπαθεί να ξετυλίξει το κουβάρι των νεκρών κατόχων ενός καταραμένου τηλεφωνικού αριθμού ενώ μια κλήση σε κινητό αλλοιώνει τη συμπεριφορά ενός πεντάχρονου κοριτσιού, σε ένα αξιοπρεπές μεταφυσικό θρίλερ που ταρακούνησε το Κορεάτικο Box Office. Το Phone είναι η πρώτη Κορεάτικη ταινία εξολοκλήρου χρηματοδοτημένη από Χολιγουντιανό studio (αυτό της Disney) και ενώ δεν έχει τίποτα νέο να προσφέρει στο είδος, χρησιμοποιεί τις ήδη γνωστές τεχνικές εκφοβισμού (τεχνολογικός τρόμος αλά Kairo, μακρυμάλλικο πνεύμα αλά Ringu, στοιχειωμένοι διάδρομοι αλά Ju-On) με σχετική επιτυχία. Αξίζει μια δεύτερη ματιά. Και μόνο.


2.DEAD ALIVE

Junk (ShiryourGari, 1999) του Atsushi Muroga. Ορδές από ζόμπι, σκηνές καταδίωξης και αμέτρητες σφαίρες σε αυτή τη διασκεδαστικά καταιγιστική Ιαπωνική απάντηση στον Romero, που δε διαθέτει αίσθηση οικονομίας στο gore. Όλα τα κλισέ ενός τυπικού zombie flick, με τη σοφή ρήση “επανάληψη μήτηρ πάσης μαθήσεως” να βρίσκει εδώ την απόλυτη εφαρμογή της. Αστείοι διάλογοι και επιτηδευμένα κακές ερμηνείες, μια σκηνή διακωμώδησης του Thriller του Michael Jackson, οπλομαχίες και ζόμπι που μασουλούν ανθρώπινα μέλη, σενάριο για κλάματα γύρω από ένα πειραματικό υγρό που υπόσχεται ανάσταση των νεκρών - όλα όσα θα μπορούσε να ζητήσει κανείς από ένα χορταστικό φιλμ του είδους που δεν τολμά να πάρει τον εαυτό του στα σοβαρά και γνωρίζει καλά το αγοραστικό του κοινό.

Wild Zero (2000) του Takeuchi Tetsuro. Εξωγήινοι μετατρέπουν ανθρώπους σε ζόμπι και το πάρτι ξεκινά. Με μπόλικο rock ‘n’ roll παρακαλώ, μιας και κεντρικές φιγούρες του Γιαπωνέζικου αυτού B-movie είναι τα μέλη του garage rock συγκροτήματος Guitar Wolf. Άμεση συνεπαγωγή: μπίρες, ναρκωτικά, όπλα, μηχανές και ηλεκτρικές κιθάρες με φόντο πισίνες αίματος, άθλια οπτικά εφέ, ακόμη πιο άθλια make up και πολύ, πάρα πολύ καρτουνίστικο gore. Μα πάνω απ’ όλα γερές δόσεις χαβαλέ. Αν σας άρεσε το From Dusk Till Dawn, κάντε και εδώ μια στάση…


3.THE GORE GALLERY

The Seventh Curse ( Yuan Zhen-Xia yu Wei Si-Li, 1986) του Ngai Kai Lam. Μια από τις πιο διασκεδαστικές gorefest ταινίες που έχει προσφέρει το Ανατολίτικο σινεμά, αυτή η μίξη τρόμου, περιπέτειας, πολεμικών τεχνών και splatter από το Χονγκ Κονγκ διαθέτει τα πάντα σε ένα μόλις πακέτο: Τέρατα, ζόμπι, εξωγήινους, μεταλλαγμένους, γυμνό, αποκεφαλισμούς και δράση αλά Indiana Jones συν ένα ρολάκι από τον Yun-Fat Chow … εν συντομία ό,τι πιο campy μπορεί να βάλει ο ανθρώπινος νους. Δεν παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά, διαθέτει ένα σενάριο προς τήρηση των προσχημάτων και προσφέρεται για καταγραφή σκηνών ανθολογίας. Τους έχει πέσει ο ουρανός στο κεφάλι τελικά…

Ebola Syndrome (Yibola bing du, 1996) του Herman Yau. Serial killer βιάζει μια Ζουλού φορέα του ιού Ebola και εξαπλώνει επιδημία στο Χονγκ Κονγκ. Μολυσμένο αίμα και άλλα σωματικά υγρά ραντίζουν το σύμπαν σε αυτή τη splatter χορωδία (ή καλύτερα gore-ωδία), στης οποίας τα συν συγκαταλέγονται και τα hamburger με μολυσμένο ανθρώπινο κρέας που σερβίρονται σε ανυποψίαστους πελάτες. Ο παράδεισος των vegetarian! Αν το Braindead σας άνοιξε την όρεξη, αυτό εδώ θα σας την καταστρέψει…

Living Hell (2000) του Shugo Fujii. Ανάπηρος νεαρός περνά τα πάνδεινα στα χέρια μιας γριάς και της εγγονής της, που –όπως είναι άλλωστε φυσικό σε κάθε καλό σπίτι- τρελαίνονται για σαδιστικά παιχνίδια. Αίμα, δάκρυα και εντόσθια εις το όνομα των κακών οπτικών εφέ και με background τη διάθεση για αστεϊσμούς. Έχουν κάνει χημική ανάλυση στο νερό του Τόκιο τελευταία; Είμαι βέβαιος ότι κάτι τους καταστρέφει τις εγκεφαλικές νευρικές συνάψεις…


4.LOONEY J-TUNES

Gozu (Gokudô kyôfu dai-gekijô: Gozu, 2003) του Takashi Miike. Μέλος συμμορίας yakuza καλείται να δολοφονήσει αδελφικό του ομόλογο που έχει χάσει τα λογικά του, το πτώμα του οποίου εξαφανίζεται μυστηριωδώς σε μια επαρχιακή πόλη γεμάτη νοητικά πυροβολημένους κατοίκους. Το όνομα του Miike στους εναρκτήριους τίτλους δεν αφήνει πολλά περιθώρια για παρερμηνείες. Ακραία σουρεάλ περιστατικά στο κέντρο ενός υπερτονισμένου Lynchικού σύμπαντος, με δείγματα έναν γιγάντιο αγελαδάνθρωπο, έναν ημισυνθετικό αυτιστικό, ένα νεκρό τσιουάουα στη τζαμαρία, μια γερή δόση από φετίχ με κουτάλες, μια απίστευτη σκηνή σεξ και ταυτόχρονης γέννας. Σε παράφραση, μια μην-ρωτάς-απλά-βλέπε κατάσταση που ή θα λατρέψετε ή θα μισήσετε. Σίγουρα πάντως δεν θα σας αφήσει απαθείς.

Naked Blood (Megyaku: Akuma no yorokobi, 1995) του Hisayasu Sato. Ισχυρό πειραματικό παυσίπονο έχει ποικίλου είδους επιδράσεις σε τρεις νεαρές γυναίκες: Ενώ η μία μοιάζει ανεπηρέαστη, η δεύτερη αρχίζει να τρυπιέται με βελόνες ενώ η τρίτη καταλήγει να καταβροχθίζει τις ίδιες της τις σάρκες - συμπεριλαμβανομένων και των οφθαλμικών βολβών! Προφανώς η αποτελεσματικότητα του φαρμάκου -που δρα ως αναστολέας συναισθημάτων αλλά και ως ενισχυτής σκοτεινών ενδόμυχων αναγκών-, σχετίζεται άμεσα με την ευαισθησία του εσωτερικού κόσμου του κάθε “ασθενή”, άρρηκτα συνυφασμένη με βιώματα του παρελθόντος. Η ιστορία από μόνη της είναι αρκετά αλλόκοτη και εσωστρεφής ώστε να προκαλέσει την προσοχή, τα στίγματα γνήσιου τρόμου από την άλλη χρησιμοποιούνται ως πιστοποιητικό της φήμης του Sato ως ένας από τους πιο ακραίους σύγχρονους Ιάπωνες κινηματογραφιστές.

Electric Dragon 80.000V (2001) του Sogo Ishii. Ατύχημα σε πυλώνα υψηλής τάσεως προικίζει ένα νεαρό αγόρι με ηλεκτροφόρες ιδιότητες και μια ιδιαίτερα επιθετική συμπεριφορά, την οποία εκτονώνει ξεσπώντας επάνω στην ηλεκτρική του κιθάρα. Σε μια άλλη γωνιά της πόλης, ένας serial killer εξοντώνει τα θύματά του δια ηλεκτροπληξίας. Οι δυο τους θα συναντηθούν σε μια τελική αναμέτρηση πολλών βολτ… Ασπρόμαυρο μεταμοντέρνο ξαδερφάκι του Metropolis του Fritz Lang διάρκειας μόλις 55 λεπτών, αυτή η χαοτική, ψυχεδελική τουρνέ στις οροφές και τα στενά ενός γκρίζου Τόκιο έχει τυπωμένη την ένδειξη “cult” σε κάθε πλάνο της. Μια ανίερη εξύμνηση της διαφορετικότητας και της μοναξιάς, εντάσεως πολλών Αμπέρ και punk/industrial ηχητικής κάλυψης που παραλύει, σπορά μιας οπτικοακουστικής δίνης εκρηκτικής, βίαιης, τρομακτικής. Αν το “συμβατικό” είναι ο αγαπημένος σας φιλμικός όρος, κρατηθείτε σε απόσταση ασφαλείας.


Visitor Q (Bizita Q, 2001) του Takashi Miike. Ο πατέρας βιντεοσκοπεί τον εαυτό του να κάνει σεξ με την πόρνη κόρη του, ο γιος δέρνει αλύπητα την ηρωινομανή μάνα του για μια οδοντόβουρτσα, σίγουρα όχι αυτό που θα αποκαλούσε κανείς οικογενειακό παράδεισο. Φόνοι, νεκροφιλία, μπόλικο… μητρικό γάλα και η παρουσία ενός παράφρονα αγνώστου υπόσχονται την σπιτική ευτυχία σε αυτή τη μαύρη κωμωδία του Miike, που καταθέτει ένα πέρα-από-τα-συνηθισμένα δείγμα Ασιατικής τρέλας.



5.EX-TREME!

Kichiku dai enkai (Banquet of the Beasts, 1997) του Kazuyoshi Kumakiri. Μόνο για σκληροπυρηνικούς οπαδούς του gore, για όσους έχουν γερό στομάχι και για εκείνους που θέλουν να δοκιμάσουν τα όριά τους. Αν θεωρείτε ότι τα έχετε δει όλα στο σινεμά του ωμού τρόμου, αυτή η low budget Ιαπωνική δημιουργία μπορεί να σας κάνει να αναθεωρήσετε, μιας και πρόκειται για μια από τις πιο βίαιες, αρρωστημένες, σαδιστικές και ακραίες ταινίες όλων των εποχών. Πρόκειται για το σκηνοθετικό ντεμπούτο μιας αυτοχρηματοδοτημένης φοιτητικής ταινίας που επανδρώθηκε από ερασιτεχνικό καστ, με ένα απλοϊκό σενάριο γύρω από τα τεκταινόμενα στα άδυτα μιας εξτρεμιστικής επαναστατικής οργάνωσης. Υπερβολικές δόσεις αίματος και εντοσθίων χύνονται άλλοτε μπροστά και άλλοτε επάνω στην κάμερα, η ακατέργαστη εικόνα αυξάνει στο έπακρο τα επίπεδα αληθοφάνειας, μπόλικες σκηνές σεξ σε επίπεδα άθλιας πορνοταινίας, με λίγα λόγια μια άκρως ενοχλητική gore ταινία με χαλαρές –και ακαθόριστες- πολιτικές προεκτάσεις.

Organ (1996) του Kei Fujiwara. Σινεμά-σοκ με φόντο το λαθρεμπόριο οργάνων που εξασφαλίζονται από ζώντα θύματα δια της βίας. Ειδεχθείς απεικονίσεις βασανισμών, αληθοφανής αιματοχυσία και ακαταλόγιστη gore υπερβολή στο ντεμπούτο του Ιάπωνα σκηνοθέτη που αντενδείκνυται για καρδιοπαθείς. Αρρώστια…

Σειρά ταινιών Guinea Pigs (Za Ginipiggu), παραγωγής και συγγραφής Satoru Ogura. Επτά από τις πιο διεστραμμένες και ακραίες Ιαπωνικές ταινίες που χρονολογούνται μεταξύ 1985 και 1991 και γνώρισαν την κατακραυγή όπου και αν προβλήθηκαν. Οι δύο πρώτες (Devil’s Experiment και Flower of Flesh and Blood) γυρίστηκαν σε μορφή snuff movie (χωρίς πλοκή και credits παρά μόνο ωμή απεικόνιση αληθοφανούς βίας σαν να επρόκειτο για αληθινά τεκταινόμενα) προκαλώντας τόσο σάλο που ανάγκασαν τους δημιουργούς της “σειράς” να αναθεωρήσουν αυτή τη φιλοσοφία προσέγγισης του κοινού. Το 1991 μάλιστα, ο Charlie Sheen κατήγγειλε το Devil’s Experiment στην Αμερικάνικη Ένωση Κινηματογράφου ως προϊόν αληθινών βασανισμών και δολοφονιών. Χάρη σε αυτή την κίνηση η σειρά απέκτησε φήμη μα ταυτόχρονα έστρεψε και τα φώτα της δημοσιότητας επάνω της, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την απαγόρευσή της σε πολλές χώρες. Θα ήταν άστοχο να δώσουμε στοιχεία για κάθε φιλμ ξεχωριστά. Το μόνο που αρκεί να ειπωθεί είναι ότι πρόκειται για μια συλλογή ακροτήτων, σκληρού gore, βασανισμών, βιασμών, άλλοτε χωρίς περιττές εξιστορήσεις και άλλοτε γύρω από υποτυπώδεις πλοκές με ιούς, ανδροειδή ή σειρήνες, που δοκιμάζουν τα όρια αντοχής κάθε θεατή που αποπειράται να τις παρακολουθήσει.

Go go second time virgin (Yuke yuke nidome no shojo, 1969) του Koji Wakamatsu. Νεαρή κοπέλα βιάζεται από μια συμμορία στην ταράτσα πολυκατοικίας με το αγόρι της να παρακολουθεί ανήμπορο να αντιδράσει. Ακολουθεί κάτι περισσότερο από μια ώρα γεμάτη σεξουαλική βία και διαστροφή μέχρι το πολυαναμενόμενο εκδικητικό λουτρό αίματος. Γυρισμένη σε ασπρόμαυρο φιλμ με δύο μόλις εξαιρέσεις ενοχλητικών έγχρωμων flash back, η ιστορία αυτών των δύο χαμένων ψυχών που ακολουθεί τις επιταγές του κλασικού Γιαπωνέζικου pink cinema απευθύνεται σίγουρα σε πολύ λίγους και δη ανθεκτικούς θεατές.

....................................................
Αντί επιλόγου: Με περίπου 6.700 λέξεις σε τρία extra large μέρη ενός αφιερώματος, προσπαθήσαμε να σας αποδείξουμε ότι το σκοτεινό σινεμά της Ανατολής εκτείνεται πέρα των 2-3 πολυφορεμένων τίτλων που διαλαλεί η αγορά, ότι με την ποικιλία και την ποιότητα που το διακρίνει δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα τη Δυτική παραγωγή, μα κυρίως, ότι αξίζει την προσοχή σας. Και αν κατά την επόμενη επίσκεψη στο βίντεο κλαμπ κάτι σας τραβήξει προς τα ράφια που μέχρι σήμερα προσπερνούσατε, μη βαλθείτε να καταπνίξετε την επιθυμία. Μόνο φροντίστε να φάτε ελαφρά το βράδυ…

2 σχόλια:

  1. πολύ καλό το ποστ...φυσικά συνέχεια βγαίνουν νέες ταινίες. νομίζω λείπει το One Missed Call..αλλά δεν είναι και τόσο καλό (νομίζω) πολύ καλός οδηγός. στο anime//gr έχουμε συγκεντρώσει μερικές αλλά κακά τα ψέματα το ποστ σου είναι τέλειο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή